Ὅτε δὲ ὁ Σιμπλίκιος ἔφθασεν εἰς τὴν Ἄγκυραν καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου, τότε ἔφερε τὴν Ἁγίαν ἔμπροσθέν του, καὶ λέγει εἰς αὐτήν· «Ἐὰν δὲν πεισθῇς νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς θεούς, ἤξευρε ὅτι ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν πεπυρωμένην ἐσχάραν (δείξας αὐτὴν μὲ τὴν χεῖρά του) χωρὶς εὐπλαγχνίαν θὰ σὲ ἀφανίσω». Ἡ δὲ Ἁγία ἀπεκρίθη· «Ἐὰν ἔμβῃ καὶ ὁ ἀξιωματικὸς Λιβελλήσιος μαζὶ μὲ ἐμὲ εἰς τὴν κάμινον, καὶ νικήσῃ αὐτήν, θὰ θυσιάσω καὶ ἐγὼ εἰς τοὺς θεούς σου». Τότε ὁ Σιμπλίκιος λέγει πρὸς Δωρόθεον τὸν Λιβελλήσιον (οὕτως ἐκεῖνος ὠνομάζετο)· «Κύριε Δωρόθεε Λιβελλήσιε, ἔχων μαζί σου τὴν βοήθειαν τῶν θεῶν, ἔμβα εἰς τὸ πῦρ»· εὐθὺς λοιπὸν ἅμα ὁ Λιβελλήσιος ἐμβῆκεν ὁμοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ πῦρ, ἐκεῖνος μὲν κατεκάη ἀμέσως ὑπὸ τοῦ πυρός, ἡ δὲ Ἁγία ἔμεινεν ἀβλαβής.
Ἀπορήσας λοιπὸν ὁ Σιμπλίκιος καὶ μὴ γνωρίζων τί νὰ κάμῃ, προστάζει νὰ δέσουν πάλιν τὴν Ἁγίαν καὶ νὰ τὴν βιάζουν νὰ τρέχῃ ὀπίσω αὐτοῦ ἕως τῆς Βιθυνίας. Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Νίκαιαν, ἐπρόσταξε τὴν Ἁγίαν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ νὰ προσευχηθῇ· ἡ δὲ Ἁγία ἐποίησε τοῦτο περιχαρῶς· καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἅμα προσηυχήθη, ἔπεσαν τὰ εἴδωλα εἰς τὴν γῆν καὶ συνετρίβησαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐξεπλάγησαν ὅλοι ὅσοι συνήχθησαν ἐκεῖ καὶ εἶδον τὸ τοιοῦτον θαῦμα, διὰ τοῦτο θυμωθεὶς ὁ Σιμπλίκιος ἐπρόσταξε νὰ ἐξαπλωθῇ ἡ Ἁγία εἰς τέσσαρα μέρη, καὶ νὰ πριονισθῇ· ἀλλὰ τὸ μὲν πριόνιον εὐθὺς ἠμβλύνθη καὶ νὰ πριονίσῃ δὲν ἠδύνατο, οἱ δὲ δήμιοι ἠδυνάτησαν καὶ ἀπέκαμον. Τότε ὁ σκληροκάρδιος ἡγεμὼν ἀπορήσας δι’ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια, καὶ σκοτισθεὶς τὴν διάνοιαν, ἐπρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὴν Ἁγίαν. Καὶ οὕτως ἡ γενναία Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε, καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον τῆς ἀθλήσεως.