Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης ΠΛΑΚΙΛΛΗΣ, συζύγου γενομένης τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.

Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, τόσον εἰς τὸν ἑαυτόν της, ὅσον καὶ εἰς τὸν ἄνδρα της. Ὅθεν δουλεύουσα τὸν Θεὸν εἰς ὅλην της τὴν ζωὴν μὲ ἐγκράτειαν, μὲ προσευχήν, μὲ κακοπάθειαν γενναίαν, μὲ τὴν πρὸς πάντας ἱλαρότητα καὶ μὲ τὴν συμπάθειαν τῶν δεομένων πτωχῶν, οὕτω παρέδωκε τὸ πνεῦμά της εἰς ὃν ἐδούλευε Θεόν, πρὸ τοῦ νὰ ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της· τόσην δὲ ἀγάπην ἔδειξεν εἰς αὐτὴν καὶ μετὰ τὸν θάνατόν της ὁ βασιλεὺς καὶ σύζυγος αὐτῆς Θεοδόσιος, ὥστε, ἐπειδὴ οἱ Ἀντιοχεῖς, κινηθέντες ἀπὸ ἕνα ἄγριον καὶ πονηρὸν δαίμονα, ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τῶν βασιλικῶν ἀνδριάντων, καὶ τὸν χάλκινον ἀνδριάντα τῆς πανευφήμου Πλακίλλης ταύτης κατεκρήμνισαν καὶ ἔσυραν ἀτίμως αὐτὸν εἰς μέγα μέρος τῆς πόλεως, τόσην, λέγω, ἀγάπην ἔδειξεν εἰς αὐτὴν τότε, ὥστε ὠργίσθη μεγάλως διὰ τὴν ἀτιμίαν ταύτην, καθὼς ἦτο καὶ πρέπον νὰ ὀργισθῇ, καὶ ἀφῄρεσε τὰ προνόμια τῆς πόλεως Ἀντιοχείας, ἀπειλήσας ἅμα, ὅτι θὰ κατακαύσῃ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν μεταβάλῃ εἰς χωρίον [1].

Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος, ὁ ὁποῖος τότε ἠσκήτευεν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ἐν Ἀντιοχείᾳ ὄρους, ἔγραψεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ συνεβούλευεν αὐτὸν νὰ παύσῃ τὴν ὀργήν του, διὰ τοῦτο παρεκινήθη νὰ ἀποκριθῇ πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ταῦτα· «Δὲν ἔπρεπεν, ὦ Πάτερ, διότι ἐγὼ ἔσφαλα εἰς τοὺς Ἀντιοχεῖς, αὐτοὶ νὰ δείξουν τόσην ὕβριν καὶ ἀτιμίαν μετὰ θάνατον εἰς μίαν τοιαύτην γυναῖκα, ἥτις ἦτο ἀξιωτάτη παντὸς ἐπαίνου καὶ τιμῆς· κατ’ ἐμοῦ δὲ ἔπρεπεν οἱ Ἀντιοχεῖς νὰ ἐξεγείρωσι τὸν θυμόν των καὶ ὄχι κατ’ ἐκείνης».

Μετὰ ταῦτα ὅμως ὠφελήθη ὁ αὐτὸς βασιλεὺς ἀπὸ τὰς εἰρημένας ἀγαθὰς συμβουλὰς τῆς μακαρίας συζύγου του Πλακίλλης, εἰς τὸ νὰ κρατῇ τὸν θυμόν του καὶ νὰ νικᾷ τὴν ὀργήν του. Διότι ἐν ᾧ ὁ βασιλεὺς ἔπρεπε νὰ ἐκδικήσῃ μὲ μεγάλας τιμωρίας τοὺς Ἀντιοχεῖς, διὰ τὴν μεγάλην ἀτιμίαν τὴν ὁποίαν ἔδειξαν εἰς τοὺς βασιλικοὺς ἀδριάντας, καὶ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀφανίσῃ ἐξ ὁλοκλήρου, αὐτὸς ὅμως ἐνθυμούμενος τοὺς ἀνωτέρω λόγους τῆς γυναικός του, καὶ τὸν νόμον τὸν ὁποῖον ἐνομοθέτησεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων, αὐτά, λέγω, ἐνθυμούμενος, ἐφοβέρισε μὲν μόνον ὅτι θὰ ἀφανίσῃ τὴν πόλιν τῶν Ἀντιοχέων, ἀλλὰ πάλιν ἐφέρθη εἰς αὐτοὺς πράως καὶ φιλανθρώπως [2].

                                     

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Ὑποσημειώσεις

[1] Σημείωσαι ὅτι ἡ ὕβρις καὶ ἀτιμία αὕτη, τὴν ὁποίαν ἐπέδειξαν οἱ Ἀντιοχεῖς ἐναντίον τῶν ἀνδριάντων τῆς βασιλίσσης Πλακίλλης, ἔγινεν ἀφορμὴ καὶ ὑπόθεσις τοῦ νὰ συγγράψῃ ὁ χρυσοστομικὸς κάλαμος τοῦ Ἰωάννου τοὺς καλοὺς ἐκείνους καὶ ρητορικωτάτους λόγους «Εἰς Ἀνδριάντας».

[2] Βλέπε καὶ τὰ Συναξάρια τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων εἰς τὴν ζʹ (7ην) Δεκεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τόμοι Αʹ καὶ ΙΒʹ ἀντιστοίχως).