Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης ΠΛΑΚΙΛΛΗΣ, συζύγου γενομένης τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.

ΠΛΑΚΙΛΛΑ ἡ εὐσεβεστάτη καὶ Ἁγία βασίλισσα ἦτο γυνὴ τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου τοῦ ἐν ἔτει τοθ’ (379) βασιλεύσαντος· καίτοι δὲ ἔχουσα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλείαν, ἠγάπα ὅμως καὶ ἐπεθύμει νὰ ἀποκτήσῃ περισσότερον τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Διὰ τοῦτο δὲν ἐξώθει αὐτὴν εἰς ὑπερηφάνειαν τὸ ὕψος τῆς ἐπιγείου βασιλείας, ὅπερ εἶχεν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐταπείνωνε καὶ ἤναπτεν αὐτὴν εἰς τὸν πόθον τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ὅσον δὲ μεγάλη ἦτο ἡ εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἐχάρισεν εἰς αὐτὴν ὁ Θεός, τόσον καὶ αὐτὴ ἔδειξε μεγάλην ἀγάπην εἰς τὸν εὐεργέτην αὐτῆς Κύριον.

Διὰ τοῦτο ἡ ἀοίδιμος αὐτοπροσώπως ἐφρόντιζε νὰ ἐπισκέπτηται τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀναπήρους, τοὺς ἐστερημένους ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος ἢ ἔχοντας ταῦτα βεβλαμμένα· ἐπεσκέπτετο δὲ αὐτοὺς χωρὶς νὰ λαμβάνῃ εἰς συνοδείαν της πλῆθος ὑπηρετῶν καὶ δούλων καὶ δορυφόρων, καθὸ βασίλισσα, ἀλλὰ ἐνοσήλευεν αὐτοὺς μόνη μὲ τὰς ἰδίας της χεῖρας. Μετέβαινε μόνη εἰς τοὺς οἴκους των, καὶ ἔδιδεν εἰς ἕκαστον τὰ χρειώδη. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ξενοδοχεῖα τῆς Ἐκκλησίας περιπατοῦσα ἡ μακαρία ὑπηρέτει τοὺς κλινήρεις, μόνη λαμβάνουσα τὴν χύτραν καὶ μαγειρεύουσα δι’ αὐτούς· μόνη γευομένη ἀπὸ τὸν ζωμόν, διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸ φαγητόν των· μόνη πλύνουσα τὸ ποτήριον τῶν ἀρρώστων, καὶ μόνη κάμνουσα ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα, ὅσα εἶναι ἴδια τῶν δούλων καὶ ὑπηρετριῶν. Εἰς ἐκείνους δέ, οἱ ὁποῖοι προσεπάθουν νὰ ἐμποδίσουν τοὺς ἀσθενεῖς, ἔλεγε ταῦτα τὰ ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἡ μὲν βασιλεία, τὴν ὁποίαν ἔχω, πρέπει νὰ διαμοιράζῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον· ἐγὼ δὲ πάλιν ἡ βασίλισσα πρέπει νὰ προσφέρω εἰς τὸν Θεὸν τὴν διὰ σώματός μου ὑπηρεσίαν, εὐχαριστοῦσα, διότι μοι ἐχάρισε τὴν βασιλείαν ταύτην».

Εἰς δὲ τὸν σύζυγόν της βασιλέα Θεοδόσιον συνείθιζε νὰ λέγῃ συχνάκις· «Πάντοτε, ὦ ἄνδρα μου, πρέπει νὰ συλλογίζησαι, τί ἤσουν πρὸ τοῦ νὰ γίνῃς βασιλεύς, καὶ τί εἶσαι τώρα. Διότι, ἐὰν αὐτὰ ἐνθυμῆσαι, δὲν θὰ γίνῃς ποτὲ εἰς τὸν εὐεργέτην σου Θεὸν ἀχάριστος, ἀλλὰ θὰ κυβερνήσῃς πάντοτε κατὰ τοὺς νόμους τὴν βασιλείαν, τὴν ὁποίαν αὐτός, σοι ἐχάρισε· καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ εὐχαριστήσῃς τὸν χαρίσαντά σοι τὴν ἐπίγειον βασιλείαν». Τοιαῦτα λόγια μεταχειριζομένη πάντοτε ἡ ἀείμνηστος βασιλίς, προσέφερεν αὐτὰ εἰς τὰ καλὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός της ὡς πότισμα κάλλιστον καὶ ἁρμοδιώτατον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Σημείωσαι ὅτι ἡ ὕβρις καὶ ἀτιμία αὕτη, τὴν ὁποίαν ἐπέδειξαν οἱ Ἀντιοχεῖς ἐναντίον τῶν ἀνδριάντων τῆς βασιλίσσης Πλακίλλης, ἔγινεν ἀφορμὴ καὶ ὑπόθεσις τοῦ νὰ συγγράψῃ ὁ χρυσοστομικὸς κάλαμος τοῦ Ἰωάννου τοὺς καλοὺς ἐκείνους καὶ ρητορικωτάτους λόγους «Εἰς Ἀνδριάντας».

[2] Βλέπε καὶ τὰ Συναξάρια τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Ἰανουαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων εἰς τὴν ζʹ (7ην) Δεκεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τόμοι Αʹ καὶ ΙΒʹ ἀντιστοίχως).