Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΝΙΚΗΤΑ Πατρικίου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

ΝΙΚΗΤΑΣ ὁ Ἅγιος Ὁμολογητὴς καὶ Πατρίκιος ἐγεννήθη εἰς τὴν χώραν τῶν Παφλαγόνων [1], ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλοθέους, οἵτινες ὡς λέγεται, ἦσαν συγγενεῖς Θεοδώρας τῆς κατόπιν βασιλίσσης συζύγου τοῦ Θεοφίλου. Παιδιόθεν λοιπὸν εἰς τὰ σχολεῖα ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ κατόπιν ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅταν ἦτο ἐτῶν δεκαεπτά. Μαθοῦσα δὲ ἡ τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας τότε κρατοῦσα Εἰρήνη [2], ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο νήπιον εὐνουχίσθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, διὰ τοῦτο ἐπῆρεν αὐτὸν εἱς τὰ βασιλικὰ παλάτια καὶ εἱς ὀλίγον καιρὸν ἔγινε πρῶτος ἀπὸ τοὺς οἰκείους ἀνθρώπους της. Ἔφθασε δὲ καὶ εἰς τὸ νὰ λάβῃ τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου καὶ νὰ κατασταθῇ στρατηγὸς τῆς Σικελίας.

Παιδιόθεν δὲ, μετεχειρίζετο ὁ μακάριος τὴν ἀρετὴν καὶ ἤθελε μὲν νὰ γίνῃ Μοναχός, ἠμποδίζετο ὅμως ἀπὸ τοὺς τότε βασιλεύοντας, ἤτοι τὸν Νικηφόρον καὶ τὸν υἱόν του Σταυράκιον. Ὕστερον δέ, ὅταν ἔγινε βασιλεὺς ὁ Μιχαήλ [3], πολλὰ παρεκάλεσεν αὐτὸν ὁ Ὅσιος, διὰ νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ γίνῃ Μοναχός, οὗτος δὲ ἔδωκε μὲν εἰς αὐτὸν ἄδειαν νὰ μονάσῃ, νὰ μὴ ἐξέλθῃ ὅμως ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅθεν ἔδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του τὸ Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὴ χρυσῆν Πύλην τὴν ἐπονομαζομένην Χρυσονίκην καὶ προσέταξεν αὐτὸν νὰ μένῃ ἐκεῖ. Ἦτο δὲ πενῆντα ἐτῶν ὁ Ἅγιος, ὅταν ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἔμεινεν εἰς τὸ Μοναστήριον ἕως τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Εἰκονομάχου [4].

Βλέπων δὲ ὁ Ἅγιος τὰς ἀτιμίας ὅσας ἐποίουν οἱ εἰκονομάχοι ἐναντίον τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ἐξῆλθε τῆς Κωνσταντινουπόλεως και ἐπῆγεν εἰς προάστιον, τὸ ὁποῖον αὐτὸς ἐχάρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ μὲ τοὺς εὐτελεστέρους Μοναχούς, συντρώγων καὶ συγκοπιάζων ὁμοῦ μὲ αὐτούς. Ἐπειδὴ δέ τινες διαβολεῖς, χάριν ποιοῦντες εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα, τὸν Ἀρμένιον δηλαδή, ἐφανέρωσαν εἰς αὐτόν, ὅτι ὁ Νικήτας ἔχει εἰκόνα τινὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τὴν προσκυνεῖ, τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν ἀπὸ τὴν Ρώμην, τούτου ἕνεκεν ἀπεστάλη εἷς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τοῦ βασιλέως διὰ νὰ ἀπειλήσῃ τὸν Ἅγιον καὶ νὰ πάρῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν Εἰκόνα. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ἐπείσθη εἰς τὸ νὰ δώσῃ τὴν Εἰκόνα, ἀλλ’ ἀπεκρίθη εἰς τὸν ἀπεσταλμένον μετὰ παρρησίας λέγων· «ἡ Εἰκὼν αὕτη δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εὑρίσκεται ὁμοῦ μὲ τὰ ἄλλα τῆς Ἐκκλησίας κειμήλια». Ὁ δὲ ἀπεσταλμένος τοῦ βασιλέως, λαβὼν ἕτερόν τινα Μοναχόν, ἐπῆγε μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ τοῦ δείξῃ τὴν Εἰκόνα, τὴν ὁποίαν εὐθὺς ὡς εἶδε, τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔρριψεν ἀτίμως μέσα εἰς τὸ βεριδάριόν του [5].


Ὑποσημειώσεις

[1] Παφλαγονία· ἀρχαία χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, περιλαμβάνουσα τὰ βόρεια παράλια αὐτῆς, μεταξὺ τῆς Βιθυνίας πρὸς δυσμὰς καὶ τοῦ Πόντου πρὸς ἀνατολάς. Πρὸς νότον συνώρευε μετὰ τῆς Γαλατίας.

[2] Ἡ Εἰρήνη ἦτο σύζυγος Λέοντος τοῦ Δʹ (775-780). Ἀποθανόντος δὲ τούτου διεδέχθη αὐτὸν ὁ ἀνήλικος υἱός του Κωνσταντῖνος Ϛʹ (780-797) ἐπιτροπευόμενος ὑπὸ τῆς μητρός του Εἰρήνης, ἐξωσθέντος δὲ καὶ εἶτα ἀποθανόντος καὶ τούτου ἐβασίλευσε μόνη ἡ Εἰρήνη (797-802). Τὴν Εἰρήνην διεδέχθη ὁ Νικηφόρος Αʹ (802-811) καὶ τοῦτον ὁ υἱός του Σταυράκιος, τρεῖς μόνον μῆνας βασιλεύσας καὶ ἀποθανὼν ἐν ἔτει 811.

[3] Μιχαὴλ Αʹ ὁ Ραγκαβὲ ὁ καὶ Κουροπαλάτης (811-813).

[4] Λέων Εʹ ὁ Ἀρμένιος (813-820).

[5] Ἴσως βεριδάριον ἐδῶ ἐννοοῦσι τὸ ὑπόδημα, διότι βηρίδες λέγονται τὰ ὑποδήματα. Παρεφθαρμένη δὲ φαίνεται ὅτι εἰναι ἡ λέξις, ἀντὶ τοῦ βηριδάριον. Μέσα λοιπὸν εἰς τὸ ὑπόδημά του ἔρριψεν ἀτίμως τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπεσταλμένος.

[6] Βλέπε 3ην ὑποσημείωσιν σελίδος 246.