ΜΥΡΩΝ ὁ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς κατήγετο ἀπὸ τὸ Μέγα Κάστρον τῆς Κρήτης, τὸ ἐπονομαζόμενον Κάντια, εὐσεβῶν καὶ εὐγενῶν γονέων υἱὸς ὑπάρχων, τοῦ ὁποίου ὁ πατὴρ ὠνομάζετο Δημήτριος. Ἦτο δὲ παιδιόθεν, ὁ ἀοίδιμος, ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ ἠγάπα ἐκ φύσεως τὰ χρηστὰ καὶ κόσμια ἤθη, ἦτο δὲ ἐπίσης ἐραστὴς τῆς παρθενίας καὶ σωφροσύνης καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εἶχε καθ’ ὑπερβολὴν φρονήματα γέροντος. Ἦτο δὲ καὶ κατὰ τὴν ὄψιν πολὺ ὡραῖος καὶ εὐειδής. Μαθὼν δὲ ὁ μακάριος τὴν ραπτικὴν τέχνην, ἐκάθητο εἰς τὸ ἐργαστήριόν του καὶ εἰργάζετο μὲ πολλὴν σεμνότητα καὶ εὐταξίαν.
Οἱ δὲ Ἀγαρηνοί, οἵτινες ἦσαν γείτονες είς τὸ ἐργαστήριόν του, ἐζήτουν πάντοτε νὰ ἔχουν συναναστροφὴν μὲ αὐτόν· ἀλλ’ ὁ νέος ἐκάθητο σοβαρὸς καὶ ἥσυχος ἀποστρεφόμενος τὴν συναναστροφὴν καὶ συνομιλίαν ἐκείνων. Ὅθεν μὴ ὑποφέροντες νὰ βλέπουν εἰς τοιοῦτον ὡραῖον νέον τοιαύτην σωφροσύνην, σεμνότητα καὶ φρόνησιν, ἠσθάνοντο μέγαν φθόνον κατ’ αὐτοῦ καὶ ἐσκέπτοντο πῶς νὰ τὸν κάμουν νὰ ἀρνηθῇ τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνῃ Τοῦρκος. Μίαν τῶν ἡμερῶν λοιπόν, τί μηχανεύονται οἱ ἐπάρατοι; Εὑρίσκουν παῖδα τινὰ Τοῦρκον[1] καὶ πείθουσιν αὐτὸν νὰ εἴπῃ, ὅτι ὁ νέος Μύρων τὸν ἐβίασεν εἰς τὴν αἰσχρὰν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτίας. Ταύτην λοιπὸν τὴν συκοφαντίαν πλάσαντες κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἁρπάζουσιν αὐτὸν μὲ μεγάλην μανίαν καὶ τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὸν κριτήν, φωνάζοντες καὶ καταμαρτυροῦντες ψευδῶς, ὅτι ἀπετόλμησε νὰ βιάσῃ παῖδα Τοῦρκον. Ὁ δὲ κριτὴς ἠρώτησε τὸν νέον, ἂν ἔχωνται ἀληθείας αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνοι ἐμαρτύρουν. Τότε ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὅτι ἀδίκως καὶ ψευδῶς τὸν κατηγοροῦν, ἐπειδὴ αὐτὸς τοιοῦτον πρᾶγμα ποτὲ δὲν ἔκαμεν, ἀλλ’ οὔτε ἐγνώριζε τίποτε περὶ τούτου. Οἱ δὲ συκοφάνται ἵσταντο ἐπὶ ποδὸς φωνάζοντες, ὅτι ἀληθῶς τοῦτο ἐποίησε καὶ ὅτι ἢ πρέπει νὰ γίνῃ Τοῦρκος διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ, ἢ μέλλει νὰ ὑποστῇ ποινὴν θανάτου.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ κριτὴς εἶπεν εἰς τὸν Ἅγιον νὰ κάμῃ ἓν ἐκ τῶν δύο ἢ νὰ γίνῃ Τοῦρκος, ἢ θὰ θανατωθῇ. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς ἀπεκρίθη, μὲ παρρησίαν, ὅτι δὲν ἀρνεῖται ποτὲ τὴν Πίστιν του καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθῇ ὅσας τιμωρίας καὶ ἂν τοῦ κάμουν διὰ τὴν ἀγάπην Του καὶ ὅτι Χριστιανὸς ἐγεννήθη καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ ἀποθάνῃ. Τότε ὁ κριτής, ὡς ἤκουσε ταῦτα, ἐπρόσταξε καὶ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετοὺς ραβδισμούς, ἔπειτα δὲ τὸν ἔρριψαν εἰς τὴν φυλακήν, μέχρις ὅτου ἐξετασθῇ διὰ δευτέραν φοράν. Ὁ δὲ Μάρτυς ἵστατο γενναίως εἰς ὅλα ταῦτα, χωρὶς νὰ φοβηθῇ ἢ νὰ φανερώσῃ εἰς τὸ πρόσωπον καμμίαν ἀλλοίωσιν.