Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς ΜΙΧΑΗΛ ὁ κηπουρός, ὁ ἐν Ἀθήναις μαρτυρήσας κατὰ τὸ ἔτος ͵αψο’ (1770), ξίφει τελειοῦται.

Ἀλλ’ ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἔστεκε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν του καὶ ἄλλον λόγον δὲν ἔλεγε, παρὰ «δὲν τουρκεύω». Ὅθεν ὁ Βοεβόδας τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν ἐξ Ἰωαννίνων Καλοπασσιᾶν καλούμενον, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρεθῇ τότε ἐκεῖ, διὰ νὰ κάμῃ τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου του. Τοῦ εἶπε καὶ αὐτὸς τὰ ἴδια, καὶ τοῦ ὑπεσχέθη καὶ ἄλλα περισσότερα· ἔπειτα τὸν ἠπείλησε πολλὰ τρομακτικά, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε τίποτε, διότι ὁ εὐλογημένος νέος ἔμεινεν ἀκατάπειστος, καὶ δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ λέγῃ συνεχῶς μὲ τὴν ἁπλότητά του τὸν αὐτὸν λόγον «δὲν τουρκεύω, δὲν τουρκεύω». Τότε τοῦ λέγει ὁ πασσᾶς καὶ τοῦτο· ἀνόητε, ἀρνήσου κατὰ τὸ παρὸν τὴν πίστιν σου, διὰ νὰ γλυτώσῃς τὴν ζωήν σου, καὶ ὕστερον πήγαινε εἰς ἄλλον τόπον, καὶ ἔχε πάλιν τὴν πίστιν σου. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς δὲν ἐδέχετο κατ’ οὐδένα τρόπον, ἀλλ’ ἐφώναζεν ἀκαταπαίστως· «δὲν τουρκεύω, δὲν τουρκεύω». Λοιπὸν ὁ Καλοπασσιᾶς, βλέπων ὅτι ἵστατο ὁ Ἅγιος ἀμετασάλευτος, τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν κριτήν, ὁ ὁποῖος ἐπάσχισε μὲ διαφόρους τρόπους νὰ τὸν διαστρέψῃ καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὴν γνώμην των, ἀλλὰ δὲν ἐστάθη τρόπος· διότι ὁ ἀγγελώνυμος Μιχαὴλ ἔλεγεν ἀδιακόπως τὸν ἴδιον λόγον· «δὲν τουρκεύω, δὲν τουρκεύω». Ὅθεν ἔδωκε τὴν κατ’ αὐτοῦ ἀπόφασιν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Τότε λαμβάνοντες αὐτὸν οἱ ὑπηρέται τὸν ἐπήγαιναν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης δέσμιον, χωρὶς νὰ δειλιάσῃ τελείως, ἀλλ’ ἔτρεχε μὲ προθυμίαν, καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ὅπου ἀπήντα Χριστιανούς, ἔλεγε· «συγχωρήσατέ μοι, ἀδελφοί, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σας». Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν διωρισμένον τόπον ἐγονάτισε, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν ἐπρόσμενε μετὰ χαρᾶς τὸν θάνατον ὡς ζωήν. Ὁ δὲ δήμιος τὸν ἐκτύπησεν εἰς τὸν λαιμὸν μὲ τὴν μάχαιραν διπλαριστήν, νὰ τὸν κάμῃ νὰ δειλιάσῃ καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἀλλ’ ὁ γενναῖος το Χριστοῦ στρατιώτης μὲ θάρρος πολὺ ἔλεγε πρὸς αὐτόν· «κτύπα διὰ τὴν πίστιν». Ἐκεῖνος πάλιν γυρίζων τὴν μάχαιραν, τὸν ἔκοψεν ὀλίγον, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ πονέσῃ, καὶ περιέμενε νὰ μετανοήσῃ. Ἀλλ’ ὦ τῆς καρτερίας τοῦ μάρτυρος! οὐδὲ τότε ἐδειλίασε τελείως, ἀλλ’ ἐφώναζε μεγαλοφώνως πρὸς αὐτὸν καὶ ἐκ δευτέρου «κτύπα διὰ τὴν πίστιν». Ὁ δὲ δήμιος θυμωθεὶς πολὺ τὸν ἐκτύπησε μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν, καὶ ἀπέκοψε τὴν τιμίαν του κεφαλήν, καὶ οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

                                                                                                                   

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ