ΜΙΧΑΗΛ ὁ μακάριος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἀπὸ τὰς περιφήμους Ἀθήνας, εὐσεβῶν γονέων υἱός, ἁπλοῦς πολὺ εἰς τὴν σκέψιν· ἔμεινε δὲ καὶ ἀγράμματος διὰ τὴν πολλὴν πτωχείαν τῶν γονέων του, καὶ ἄλλην ἐργασίαν δὲν ἔκαμνε, παρὰ εἰργάζετο εἰς τοὺς κήπους καὶ μετέφερε κοπρίαν εἰς αὐτοὺς μὲ ἕνα ὀνάριον ὅπου ἀπέκτησε, καὶ οὕτως ἀπελάμβανε τὰ πρὸς ζωάρκειαν· ἠγόραζε δὲ καὶ πολλὰς φορὰς ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκεῖνα ὅπου χρειάζονται οἱ χωρικοί, καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὰ χωρία καὶ τὰ ἐπώλει. Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν ὅπου ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὰ χωρία, τυχαίως ἀπήντησεν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς πόλεως τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Βοεβόδα, οἵτινες ἦσαν διωρισμένοι διὰ νὰ φυλάττουν τὴν πόλιν· οἱ ὁποῖοι βλέποντες αὐτόν, ὑπὸ κακίας κινούμενοι, τὸν ἐσυκοφάντησαν, ὅτι μετέφερε πυρίτιδα εἰς τοὺς κλέφτας, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ βουνά· καὶ οὕτω χωρὶς καμμίαν μαρτυρίαν, χωρὶς βεβαίωσιν, τὸν ἥρπασαν καὶ κτυπῶντες τὸν ἐνέκλεισαν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐπήγαιναν εἰς αὐτὸν καὶ ἐκεῖνοι καὶ ἄλλοι Τοῦρκοι, καὶ μὲ διαφόρους τρόπους τὸν ἠνάγκαζον νὰ τουρκεύσῃ, ἀπειλοῦντες αὐτόν, ὅτι ἐὰν δὲν θελήσῃ νὰ γίνῃ Τοῦρκος, ἔχουν ἀπόφασιν νὰ τὸν θανατώσουν.
Τοῦτο μαθὼν ἕνας θεοσεβὴς Χριστιανός, Γεώργιος τὸ ὄνομα, θείῳ ζήλῳ φερόμενος, διὰ νὰ μὴ τύχῃ καὶ ἀπατηθῇ ὁ νέος ὑπ’ αὐτῶν καὶ ἐξομόσῃ (ἦτο γὰρ ὁ εὐλογημένος Μιχαὴλ ἁπλούστατος καὶ ἕως δεκαοκτὼ ἐτῶν τὴν ἡλικίαν), ἔκαμε τρόπον καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν φυλακήν καὶ καθήμενος πλησίον τοῦ μάρτυρος τὸν ἐπαρηγόρησεν ἀρκετά, καὶ στερεώνων αὐτὸν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅσα τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεός, τὸν παρεθάρρυνεν εἰς τὸ μαρτύριον, καὶ οὕτω μετὰ ἱκανὴν ὥραν ἀνεχώρησεν. Οἱ δὲ τύραννοι ἐκεῖνοι, ἔπειτα ἀπὸ τριάκοντα ἡμέρας ὅπου τὸν ἐτυραννοῦσαν μέσα εἰς τὴν φυλακήν, βλέποντες αὐτὸν ὅτι δὲν πείθεται τελείως εἰς τοὺς λόγους των, τὸν ἐξήγαγον καὶ τὸν ἔφερον εἰς τὸν Βοεβόδαν, ὁ ὁποῖος ἤρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ, ὑποσχόμενος νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν ζωήν καὶ νὰ τοῦ δώσῃ καὶ πολλὰ δῶρα καὶ χρήματα καὶ φορέματα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλει, μόνον νὰ τουρκεύσῃ· εἰ δὲ μὴ ἔγει ἀπόφασιν νὰ τὸν θανατώσῃ χωρὶς ἄλλο.