ΠΙΩΡ ὁ Ὅσιος ἦτο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Νέος ἔτι ὤν ἠρνήθη τὸν κόσμον, καὶ ἐξελθὼν ἐκ τῆς οἰκογενείας του ἔκαμεν ἀπόφασιν (ἀπὸ ἄμετρον ἔρωτα καὶ ἀγάπην τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν Θεὸν) νὰ μὴ ἴδῃ εἰς τὴ παροῦσαν ζωὴν κανένα συγγενῆ. Ἀφοῦ δὲ παρῆλθον πεντήκοντα ἔτη εἶχεν ἀδελφὴν γερόντισσαν, ἡ ὁποία μαθοῦσα πῶς ζῇ ὁ ἀδελφός της ἀββᾶς Πίωρ, ἠθέλησεν ἐπιμόνως νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάγῃ αὐτὴ ἐκεῖ ὅπου ἠσκήτευεν ὁ Ὅσιος, παρεκάλεσε τοῦ τόπου τὸν Ἀρχιεπίσκοπον καὶ ἔγραψεν εἰς τοὺς Ὁσίους πατέρας εἰς τὴν σκήτην, νὰ παρακινήσουν τὸν ἀββᾶν Πίωρ νὰ ἔλθῃ νὰ ἴδῃ τὴν ἀδελφήν του. Ὅθεν ὁ Ὅσιος, διὰ νὰ μὴ παρακούσῃ τοὺς πατέρας, ἐπῆρε μαζί του ἕνα συνάδελφον καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦσεν ἡ ἀδελφή του καὶ ἐστάθη ἔξωθι τῆς οἰκίας της. Καὶ ἐπειδὴ ἤκουσε τὴν ἀδελφήν του ὅπου ἤρχετο ἔξω νὰ τὸν συναπαντήσῃ, ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ λέγει πρὸς τὴν ἀδελφή του. «Ἴδε, ἀδελφή, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου ὁ Πίωρ, κοίταξέ με τώρα ὅσον θέλεις». Τότε ἡ ἀδελφή του, ἀφοῦ τὸν εἶδε καὶ ἐπληροφορήθη, τὸν παρεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν οἶκόν της· ὅμως ὁ Ἅγιος τὴν ηὐχήθη ἀπὸ τὸν τόπον ὅπου ἵστατο, καὶ παρευθὺς ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν ἔρημον.
Καὶ τοῦτο ἀκόμη κατώρθωσεν ἡ ἄκρα ὑπομονή του. Εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐκατοικοῦσεν ἔσκαψε καὶ ἐξῆλθεν ὕδωρ πικρότατον καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔπινεν ἕως τέλους τῆς ζωῆς του. Μετὰ δὲ τὸν θάνατόν του πολλοὶ ἐδοκίμασαν νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ ὅπου ἦτο τὸ ὕδωρ, ὅμως δὲν ὑπέφερον τὴν πικρότητα καὶ τὴν σκληρότητα τῆς ἐρήμου. Λέγεται ἀκόμη ὅτι ὁ Ὅσιος Πίωρ, ἐλθὼν μίαν ἡμέραν εἰς τὸν ἀββᾶν Παμβώ, εἶχεν ἰδικόν του ἄρτον καὶ ἔθεσεν εἰς τὴν τράπεζαν. Τὸν ἠρώτησεν ὁ ἀββᾶς Παμβώ, διατί νὰ φέρῃ ἰδικόν του ἄρτον; καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἀββᾶς Πίωρ ὅτι «τὸ ἔκαμα διὰ νὰ μὴ σοῦ δώσω βάρος». Τότε μὲν ἐσιώπησεν ὁ Ὅσιος, μετὰ ταῦτα ὅμως ἐπῆγε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν ἀββᾶν Πίωρ καὶ εἶχε βρεγμένον παξιμάδι ἀπὸ τὴν σκήτην του, ἐρωτήσαντος δὲ αὐτὸν τοῦ ἀββᾶ Πίωρ, διατί τὸ ἔφερε βρεγμένον, ἀπεκρίθη ὅτι «διὰ νὰ μὴ σοῦ δώσω βάρος».
Περὶ τοῦ Πίωρ τούτου γράφεται εἰς τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων, ὅτι ἐγένετό ποτε σύναξις εἰς τὴν σκήτην, ἵνα κρίνωσιν οἱ πατέρες ἕνα ἀδελφὸν ὁ ὁποῖος ἔσφαλεν. Λαλούντων δὲ τῶν ἄλλων πατέρων περὶ τοῦ ἁμαρτήσαντος ἀδελφοῦ, ὁ Πίωρ οὗτος ἐξῆλθεν, ἔλαβε σάκκον πλήρη ἄμμου καὶ τὸν ἔβαλεν ὀπίσω εἰς τὴν ράχιν του· ἔπειτα ἔβαλεν ἐντὸς σπιρίδος ὀλίγην ἄμμον ἐξ ἐκείνης καὶ τὴν ἐκρέμασεν ἔμπροσθέν του.