Ταῦτα καὶ ἄλλα πλείονα, ἀφοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος Μάρτυς εἰς τουρκικὴν διάλεκτον μὲ μεγάλην τόλμην καὶ παρρησίαν, ἐσιώπησεν. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ ἀκούσαντες ἔτρεξαν ἐναντίον του μὲ μεγάλην ὁρμήν, καὶ τὸν ἥρπασαν καὶ τὸν ἔφερον εἰς τὸν κριτήν, ἐκεῖθεν δὲ εἰς τὸν βεζύρην. Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε καὶ ἐκεῖ τοὺς ἰδίους λόγους, δι’ ὃ καὶ ἀπεφασίσθη νὰ ἐξορισθῇ εἰς τὴν Χίον. Ὅταν λοιπὸν ἔμελλον νὰ τὸν ἀναβιβάσουν εἰς τὸ πλοῖον διὰ νὰ τὸν ἐξορίσουν, ὁ Ἅγιος μὲ φρόνιμον τρόπον ἠπάτησεν αὐτοὺς καὶ τὸν ἔφεραν πάλιν εἰς τὸν βεζύρην, πρὸ τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος εἶπε ταῦτα· «Ἐνδοξότατε αὐθέντα, διὰ ποίαν ἀφορμὴν μὲ στέλλεις εἰς ἐξορίαν; Διότι σοῦ εἶπα τὴν ἀλήθειαν; Μάλιστα ἔπρεπε νὰ μὲ τιμήσῃς καὶ ὄχι νὰ μὲ ἐξορίσῃς. Ἀλλὰ δὲν θέλετε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀλήθειαν, καὶ διὰ τοῦτο ἔχετε αὐτοὺς τοὺς πεπωρωμένους καὶ τυφλούς καὶ σᾶς διδάσκουν». Ἀλλὰ τὶ νὰ πολυλογῶ; Τόσους λόγους εἶπε, καὶ τόσον ἐχλεύασε τὴν θρησκείαν των καὶ μὲ τόσην παρρησίαν ἐκήρυξε τὴν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, καὶ οὕτως ὡμολόγησε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινὸν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὅλην τὴν ἔνσαρκον Αὐτοῦ οἰκονομίαν, ὥστε ἅπαντες οἱ ἀκούσαντες ἔμειναν ἄφωνοι. Ὅθεν μὴ δυνάμενοι νὰ ὑπομείνουν τὸν ἔλεγχον, ἔστειλαν καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν εἰς τὸ Γιενῆ-τζαμί, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ Μουφτῆ.
Μετὰ δὲ τὴν ἀποτομὴν αὐτοῦ φῶς, οὐράνιον ἐφαίνετο ἄνωθεν τοῦ λειψάνου του, ἐν τῷ καιρῷ τῆς νυκτός, κατὰ τὸν ὁποῖον οἱ Τοῦρκοι τὸ ἐφύλαττον, οἵτινες καὶ βλέποντες τοῦτο ἐθαύμαζον. Οὕτως ὁ τρισμακάριστος μὲ πόθον ἄμετρον καὶ ὑπερβάλλουσαν προθυμίαν ἔλαβε χαίρων τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον κατὰ τὴν η’ (8ην) Ἰουλίου, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ᾧ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.