Καιρὸν δέ τινα, μεταβὰς διά τινας ἀνάγκας τοῦ Μοναστηρίου, καὶ μάλιστα διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν Χριστιανῶν εἰς ἓν χωρίον, Βουλγαρίνην καλούμενον, συνελήφθη ὑπὸ Ἀγαρηνῶν τινων καὶ παρεδόθη εἰς τὸν ἐξουσιαστὴν τῆς Λαρίσης, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνέφερον ὅτι ἐμποδίζει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ πωλοῦν καὶ νὰ ἀγοράζουν τὴν Κυριακήν, καὶ τοὺς διδάσκει νὰ μένουν στερεοὶ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ· ὅθεν ὁ ἐξουσιαστὴς ἐπρόσταξε νὰ τὸν δείρουν σφοδρῶς, νὰ τοῦ βάλωσι βαρείας ἁλύσεις εἰς τὸν τράχηλον καὶ εἰς τοὺς πόδας, καὶ νὰ τὸν ρίψωσιν εἰς τὴν φυλακήν. Ἐκεῖ ἐπὶ δέκα πέντε ἡμέρας τὸν ἐβασάνιζον μὲ διάφορα σκληρὰ παιδευτήρια, καὶ πότε μὲ φοβερισμούς, πότε μὲ κολακείας καὶ ὑποσχέσεις τὸν ἐβίαζον νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ.
Μὴ δυνάμενος λοιπὸν ὁ ἄρχων νὰ καταπείσῃ τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ βλέπων μάλιστα αὐτὸν νὰ ἐλέγχῃ μὲ γενναιότητα τὴν θρησκείαν των καὶ τὸν προφήτην των, καὶ μὲ πολλὴν παρρησίαν κῃρύττοντα τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, καὶ ὅτι εἶναι πρόθυμος νὰ ὑπομείνῃ διὰ τὴν ἀγάπην του μύρια βάσανα, ἤναψεν ὅλος ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ παρευθὺς προστάζει νὰ θανατωθῇ πρῶτον διὰ τῆς ἀγχόνης καὶ ἔπειτα νὰ ριφθῇ εἰς τὸ πῦρ. Λαβόντες λοιπὸν αὐτὸν οἱ δήμιοι τὸν ἐκρέμασαν ἐπειδὴ δὲ εἷς ἀπ’ αὐτοὺς ἐκτύπησε τὸν Μάρτυρα εἰς τὴν κεφαλὴν μὲ πέλεκυν, ἐκόπη τὸ σχοινίον καὶ ἔπεσεν ὁ Μάρτυς εἰς τὴν γῆν ἡμιθανής· ἐκεῖνοι δὲ λαβόντες αὐτὸν ἔτι ζῶντα, τὸν ἔρριψαν εἰς τὸ πῦρ καὶ τὸν ἔκαυσαν, τὴν δὲ στάκτην αὐτοῦ ἔρριψαν εἰς τὸν ποταμὸν Πηνειόν, ἐν ἔτει ͵αφξη’ (1568). Οὕτως ἔλαβεν ὁ μακάριος Δαμιανὸς τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον. Οὗ ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν καὶ ἡμεῖς τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἀξιωθείημεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.