Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΚΥΡΙΛΛΟΥ τοῦ Φιλεώτου ἀσκήσαντος ἐν ἔτει αξ’ (1060).

Σεῖς, ὀφθαλμοί μου, μὴ βλέπετε τὰ κακά, ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ σβύσουν αἱ κόραι σας, κυττάζετε τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ εἰς δόξαν Αὐτοῦ. Σεῖς, ὦ ὦτά μου, μὴ ἀκούετε τοὺς ψιθυρισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλὰ κάθε σωτήριον καὶ ὠφέλιμον. Σεῖς, ὦ χείλη μου, μὴ λαλῆτε λόγια δόλια καὶ φαρμακερά, ἀλλὰ μελετᾶτε τὸν νόμον τοῦ Κυρίου ἡμέραν καὶ νύκτα, διὰ νὰ χυθῇ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἰς σᾶς καὶ διὰ νὰ ἀγαλλιᾶσθε, ὅταν ψάλλητε εἰς τὸν Θεόν. Σύ, ὦ γλῶσσά μου, μὴ γίνεσαι μαχαίριον κοπτερόν, διὰ νὰ γίνῃς κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου, μελετῶσα τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ».

Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τὸ σῶμά του· «Καὶ σὺ ὅλον τὸ σῶμά μου, πρὸ τοῦ νὰ χωρισθῶμεν και νὰ μακρύνωμεν τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἑτέρου καὶ ἐγὼ μὲν νὰ ὑπάγω εἰς τὸν ᾅδην, σὺ δὲ νὰ διαλυθῇς εἰς βρώμαν καὶ κονιορτόν, στάσου ἀνδρεῖον καὶ προσκύνει τὸν Θεόν· πρὸ τοῦ νὰ σὲ βαστάσουν ἄλλοι νεκρόν, βάστασον σὺ ἐμέ, διὰ νὰ δοξολογῶ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐξομολογῶμαι εἰς αὐτὸν μήπως, θέλον σὺ νὰ κείτεσαι καὶ νὰ στρέφεσαι ἐπάνω εἰς τὸ κρεββάτι καὶ νὰ κοιμᾶσαι, καταδικάσῃς ἐμὲ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν· διότι θέλει ἔλθει καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ ὕπνος, ὅστις εἶναι τώρα γλυκύτατος, θέλει μεταβληθῆ εἰς πίκραν αἰώνιον. Καὶ ἐὰν πεισθῇς εἰς αὐτὰ τὰ ὁποῖα σοῦ λέγω, θέλομεν κληρονομήσει ἀμφότεροι τὴν αἰώνιον ζωήν· εἰ δὲ μή, ἀλλοίμονον, διότι συνεδέθης μετ’ ἐμοῦ! Ἀλλοίμονον, διότι ἡ ἐξορία μου αὕτη ἔγινε μακρὰ μαζί σου! Ἀλλοίμονον, ὅτι διὰ σὲ ἔγινα ἐγὼ κατάδικος καὶ ἀθλία! Λοιπὸν ἐὰν μοῦ ἀκούσῃς, θέλεις γίνει ναὸς Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς θέλει μᾶς δώσει γνῶσιν περισσοτέραν καὶ θέλει μᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἐὰν ὅμως δὲν μὲ ἀκούῃς, καὶ δὲν ὑποτάσσεσαι εἰς ἐμέ, ἀλήθειαν σοῦ λέγω· γνώριζε ὅτι δὲν θέλω παύσει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι ἐχθρός σου καὶ μὲ κάθε τρόπον νὰ σὲ βασανίζω ἕως ὅτου νὰ νεκρώσω, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τὰς νεκροποιοὺς πράξεις σου καὶ μὲ τοὺς πόνους νὰ ἀναστήσω τὸν ἑαυτόν μου ἐκ τῶν παθῶν».

Καὶ πάλιν ἔλεγε· «Γνώριζε ἀκόμη, ὦ σῶμά μου, ὅτι ὁ Θεός, ἂν καὶ μέλλῃ νὰ μᾶς ἀναστήσῃ εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν Του, ὅμως ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἄλλην ἀνάστασιν, ἤτοι νὰ ἀνακαινίσωμεν τὴν πολιτείαν μας εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ἡ ὁποία κατορθοῦται μὲ τὴν μεταβολὴν τῆς γνώμης καὶ τῶν τρόπων μας. Διότι, ὅταν ὁ ἀμελὴς καὶ ὑπνώδης γίνῃ πρόθυμος καὶ ἔξυπνος, ὁ ἐργάτης τῆς ἀδικίας καὶ κακίας γίνῃ ἐργάτης δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς, τότε αὐτὸς ἀνασταίνεται ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀποκτᾷ ἀνάστασιν, ἡ ὁποία εἶναι προοίμιον τῆς μελλούσης ἀναστάσεως.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ πόλις Δέρκοι εὑρίσκετο εἰς τὴν Θρᾴκην, πλησίον τῆς ὁμωνύμου λίμνης, εἰς ἀπόστασιν 32 χλμ ἀπὸ τῆς Κων/πόλεως καὶ 2 χλμ ἀπὸ τοῦ Εὐξείνου Πόντου, ἦτο δὲ ἔκπαλαι ἕδρα Μητροπολίτου. Σήμερον ἡ πόλις ἀνήκει εἰς τὴν Τουρκίαν, ὁ δὲ Μητροπολίτης Δέρκων ἐξακολουθεῖ εἰσέτι νὰ διατηρῇ τὸν τίτλον του, ἂν καὶ ἀπὸ τοῦ 17ου αἰῶνος ἡ ἕδρα αὐτοῦ ἔχει μεταφερθεῖ εἰς Θεραπεῖα τοῦ Βοσπόρου, ἔνθα καὶ παρέμεινε μέχρι τοῦ ἔτους 1955. Σήμερον ἑδρεύει εἰς Μακροχώριον.

[2] Πρόκειται περὶ τῆς λίμνης τῶν Δέρκων, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὴν Θρᾴκην πλησίον τοῦ Εὐξείνου Πόντου.

[3] Καθ’ ἃ καὶ ἐκ τῆς συνεχομένης εὐχῆς τοῦ Ἁγίου συμπεραίνεται πρόκειται μᾶλλον περὶ Ἄννης τῆς Δαλασσήνης μητρὸς Ἀλεξίου Αʹ τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118), συζύγου οὔσης Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰσαακίου Αʹ τοῦ Κομνηνοῦ (1057-1059), διότι εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτῆς συμπίπτουν αἱ προρρήσεις τοῦ Ἁγίου.

[4] Μιχαὴλ Ζʹ ὁ Δούκας, αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (1071-1078).

[5] Βλέπε περὶ τούτου ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ςʹ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου.

[6] Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην καὶ μέχρι τῆς ἀνόδου τοῦ Ἀλεξίου Αʹ Κομνηνοῦ εἰς τὸν θρόνον (1081) ἡ αὐτοκρατορία διήρχετο δεινὴν κρίσιν, καθὸ διῃρημένη εἰς ἀλληλομαχομένας μερίδας, αἵτινες συνεμάχουν ἑκάστη μετὰ τῶν διαφόρων ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν πρὸς ἐπικράτησίν της. Ἡ ἐπιδρομὴ τῶν βαρβάρων, περὶ ἧς ἐνταῦθα γίνεται λόγος, φαίνεται ὅτι ἀφορᾷ τὴν ἐπιδρομὴν τοῦ δουκὸς τῶν παριστρίων Νέστορος, ὅστις ἔχων συμπράκτορας τοὺς Πετσενέγκους ἐλεηλάτησε περὶ τὸ ἔτος 1075 τὴν Μακεδονίαν καὶ τὴν Θρᾴκην.

[7] Μάλλινα καλύμματα τῆς ἐποχῆς, τὰ ὁποῖα ἐκάλυπτον τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ὤμους (βλέπε σχετικῶς τὴν ἐν σελίδι 35 εἰκόνα τοῦ Ἁγίου).

[8] Ἡ Ἀγχίαλος ἦτο μικρὰ ἑλληνικὴ πόλις τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας ἐπὶ τῆς θρᾳκικῆς παραλίας τοῦ Εὐξείνου Πόντου, μὲ ἑλληνικὸν πληθυσμὸν μέχρι τοῦ 1906. Τότε κατεστράφη ὑπὸ τῶν Βουλγάρων, οἱ δὲ διασωθέντες κάτοικοι αὐτῆς, καταφυγόντες εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἵδρυσαν τὴν Νέαν Ἀγχιάλον πλησίον τοῦ Ἁλμυροῦ τῆς Θεσσαλίας.

[9] Ὄλυμπος· ὄρος μέγα τῆς Βιθυνίας ὕψους 2531 μ. Εἰς τοὺς βορείους πρόποδας αὐτοῦ, εἰς ὕψος 305 μ. ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης εἶναι ἐκτισμένη ἡ Προῦσα. Κατὰ τὴν ἀρχαιότητα λόγῳ τῆς πυκνότητος αὐτοῦ ἦτο καταφύγιον λῃστῶν. Ἐπὶ Βυζαντινῶν ἀνῆλθεν ἐπ’ αὐτοῦ πλῆθος Μοναχῶν καὶ ἱδρύθησαν πολλαὶ Μοναί. Ὑπὸ τῶν Τούρκων καλεῖται Κεσὶς-Ντὰγ (ὄρος τῶν Μοναχῶν). Καλεῖται δὲ καὶ Μύσιος Ὄλυμπος, προσαρτώμενος ὑφ’ ἄλλων εἰς τὴν γειτονικὴν Μυσίαν.

[10] Βάρνα· πόλις τῆς Βουλγαρίας καὶ ὁ σημαντικώτερος λιμὴν αὐτῆς ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Μέχρι τοῦ ἔτους 1870 ἥδρευεν ἐκεῖ Ἕλλην Μητροπολίτης, ἀντικατασταθεὶς ἔκτοτε ὑπὸ Βουλγάρου.

[11] Οὗτος ὑπῆρξε διακεκριμένος μεταξὺ τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του, διὸ καὶ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Ἀλέξιον Αʹ πρέσβυς αὐτοῦ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Γερμανίας Ἐρρῖκον Δʹ, μεθ’ οὗ καὶ ἐπέτυχε τὴν σύναψιν συμμαχίας.

[12] Βοημοῦνδος· υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος τῶν Νορμανδῶν τῆς Κάτω Ἰταλίας Ροβέρτου Γυϊσκάρδου. Ἐκτελῶν τότε ἐντολὴν τοῦ πατρός του ἐπῆλθε κατὰ τῆς Ἑλλάδος, ἐπολέμησε τὴν Κέρκυραν καὶ τὴν Ἤπειρον καὶ ἔφθασε μέχρι τῆς Θεσσαλονίκης, ἔνθα καὶ κατατροπωθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀλεξίου Αʹ τοῦ Κομνηνοῦ, ἐν ἔτει 1083, ἐσυνθηκολόγησε μετ’ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Ἰταλίαν. Βραδύτερον λαβὼν μέρος εἰς τὴν 1ην Σταυροφορίαν ὡς εἷς ἐκ τῶν ἀρχηγῶν αὐτῆς, κατέλαβε τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἵδρυσεν ἀνεξάρτητον κράτος, τὸ ὁποῖον, ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῦ καὶ τῶν ἀπογόνων του, διετηρήθη μέχρι τοῦ ἔτους 1268. Ὁ Βοημοῦνδος ἐπελθὼν καὶ πάλιν κατὰ τοῦ Βυζαντίου ἡττήθη διὰ δευτέραν φορὰν ἐν ἔτει 1108 περὶ τὸ Δυρράχιον, ἀπὸ τὸν Ἀλέξιον Αʹ, καὶ ἠναγκάσθη νὰ παραχωρήσῃ μέγα μέρος τῆς ἡγεμονίας του, νὰ ἀναγνωρίσῃ δὲ καὶ τὴν Βυζαντινὴν ἐπικυριαρχίαν ἐπὶ τοῦ κράτους του.

[13] Τὸ πατερικὸν τοῦτο ἀπόφθεγμα βλέπε ἐν τῷ «Εὐεργετινῷ», βιβλ. βʹ, ὑπόθ. ιϛʹ.

[14] Εὐχὴ εἰλημμένη ἐκ τῶν Ψαλμῶν ξʹ, 4-5 καὶ οʹ, 6-8.

[15] Οὗτος εἶναι ὁ Μιχαὴλ Δούκας, υἱὸς τοῦ Ἀνδρονίκου καὶ ἔγγονος τοῦ Καίσαρος Ἰωάννου Δούκα. Ὁ Ἰωάννης ἦτο ἀδελφὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ιʹ Δούκα (1059-1067) καὶ θεῖος τοῦ Μιχαὴλ Ζʹ Δούκα (1071-1078).

[16] Πρωτοστάτωρ ἦτο ὁ στρατηγὸς ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἱππικοῦ, τὸ ὁποῖον προηγεῖτο κατὰ τοὺς πολέμους τοῦ λοιποῦ στρατοῦ πρὸς ἀναγνώρισιν τοῦ ἐδάφους.

[17] «Εὐεργετινός», βιβλ. Δʹ, ὑπόθ. Ζʹ.

[18] Πρόκειται περὶ τοῦ Γεωργίου Παλαιολόγου υἱοῦ τοῦ Νικηφόρου. Οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες εἶναι οἱ πρῶτοι ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀναφερόμενοι Παλαιολόγοι. Ὑπῆρξαν στρατηγοὶ διακριθέντες εἰς τὰ πεδία τῶν μαχῶν. Ὁ Νικηφόρος ἔπεσε μαχόμενος εἰς τὸ Δυρράχιον κατὰ τοῦ Ροβέρτου Γυϊσκάρδου καὶ Βοημούνδου (βλ. ὑποσημ. σελ 63). Ὁ Γεώργιος ὑπῆρξεν ὁ ἱκανώτερος καὶ πιστότερος συνεργάτης τοῦ Ἀλεξίου Αʹ Κομνηνοῦ.

[19] Προφανῶς ἐνταῦθα ὑπαινίσσεται τὴν ἐν ἔτει 1097 νίκην τοῦ Ἀλεξίου Αʹ καὶ τῶν τότε συμμάχων αὐτοῦ Σταυροφόρων ἐπὶ τοῦ Κελιδζὲ Ἀρσλὰν Σουλτάνου τῶν Σελτζούκων Τούρκων, ὅτε καὶ κατελήφθη ἡ πόλις τῆς Νικαίας. Ὀνομάζει δὲ αὐτὸν Σολυμόπολον ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Σολυμᾶν τοῦ Αʹ.

[20] Πεύκια, κατὰ τοπικὴν συνήθειαν, ὠνομάζοντο οἱ τάπητες.

[21] Οὗτος ἦτο πιθανῶς ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος Βίου, μοναχὸς Νικόλαος ὁ Κατασκεπηνός.