Κατὰ δὲ τὴν ἑσπέραν διελθὼν ὁ βασιλεὺς τὸν ποταμὸν Σάγαριν [3], ἐπορεύθη εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἁγίου (διότι ἐκεῖ κατῴκει) καὶ ἰδὼν κρυπτὴν θύραν, δι’ ἐκείνης ἀνακαλύπτει χάσμα κατεσκευασμένον εἰς εἶδος φρέατος, διὰ τοῦ ὁποίου καταβὰς εὑρίσκει Ναὸν ἐστολισμένον· καίτοι δὲ ἐβδελύχθη ὁ ἀσεβὴς αὐτόν, «Βδέλυγμα γὰρ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια» (Σειρ. α’ 25), δὲν ἐφοβέρισεν ὅμως τὸν Ἅγιον, ἀλλ’ ἀφήνων τὰς ἀπειλάς ἤρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ μὲ ἑλκυστικοὺς λόγους, βουλόμενος δι’ αὐτῶν νὰ μαλάξῃ τὴν στερεὰν γνώμην τοῦ Μάρτυρος. Ἀλλ’ ἐπειδὴ μεθ’ ὅλα ταῦτα ἐφαίνετο ὅτι δέρει τὸν ἀέρα, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπιχειρῶν νὰ καταπείσῃ τὸν ἀκατάπειστον, διατάσσει νὰ ἀποκεφαλίσωσι τὸν Ἅγιον, τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σῶμα νὰ ρίψωσιν εἰς τοὺς κύνας καὶ τὰ ὄρνεα. Ὅθεν ἀποκεφαλισθεὶς ὁ μακάριος Ἐλευθέριος παρέδωκε τῆν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ, τὸ δὲ τίμιον αὐτοῦ σῶμα, ἠμελημένον εὑρισκόμενον, ἔλαβεν εὐλαβής τις καὶ θεοφιλὴς Χριστιανός, ἐστολισμένος μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ὅστις εὐωδιάσας αὐτὸ μὲ μύρα ἐνεταφίασεν ἐν ἐπισήμῳ τόπῳ.