Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, γνωρίζων τὰς μηχανὰς καὶ τὰ διανοήματα τοῦ τυράννου, μὲ τὴν σοφίαν ἐκείνην τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθη νὰ δίδῃ ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους, οἵτινες ὁμολογοῦν ἐνώπιον τῶν τυράννων τὸ ὄνομά Του, ἵστατο στερεὸς καὶ ἀκίνητος εἰς τὴν Πίστιν του, δεχόμενος μετ’ εὐχαριστήσεως τοὺς ραβδισμούς, Τὸν ἠρώτησε τότε διὰ δευτέραν φορὰν ὁ κριτὴς μὲ ἡμερότητα καὶ τὸν παρεκίνει νὰ τουρκεύσῃ, ἐὰν θέλῃ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς βασάνους. Ὁ δὲ τῆς ἀληθείας ἀγωνιστὴς μὲ μεγαλυτέραν γενναιότητα ἢ πρότερον ἀπεκρίθη· «Γνώριζε, ὅτι ἐγὼ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρνηθῶ τὴν Πίστιν εἰς τὴν ὁποίαν πιστεύω, ὄχι μόνον μὲ ραβδισμούς, ἀλλὰ ἔστω καὶ ἂν μοὶ δώσῃς τὸν πλέον ἐπώδυνον θάνατον». Θυμωθεὶς τότε ὁ κριτὴς προστάσσει νὰ τὸν δείρωσι δυνατώτερα· ἔπειτα, ἰδὼν ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ μεταβάλῃ οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον τὴν γνώμην τοῦ Μάρτυρος, ὑπεκίνει ἄλλους ὁμοφύλους του νὰ προσπαθήσουν καὶ αὐτοὶ νὰ τὸν πείσουν νὰ μεταβάλῃ γνώμην. Ὑπέσχετο δὲ νὰ δώσῃ εἰς αὐτόν, ἐὰν ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν, πολλὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα καὶ δῶρα. Διότι ἐγνώριζεν ὁ μιαρὸς πόσον αὐταὶ αἱ ὑποσχέσεις δύνανται νὰ ἑλκύσουν τὰς τῶν νέων καὶ φιλοσάρκων ψυχάς.
Ἀλλ’ ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς οὐδόλως ἠπατήθη ἀπὸ τοὺς ἀπατηλοὺς αὐτοὺς λόγους, οὐδὲ συνεπάθησε πρὸς τὴν τρυφερὰν φύσιν του. Δὲν ἐσυλλογίσθη ὅτι μέλλει νὰ στερηθῇ γονεῖς καὶ ἀδελφούς, ἐξαιρέτως δὲ τὴν ποθητὴν μνηστήν, οὔτε ἐλυπήθη τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας, ἀλλ’ ὡς νὰ ὑψώθη ὑπεράνω σαρκὸς καὶ αἵματος, οὕτως ἵστατο ἀνδρείως, τὰ πάντα καταφρονῶν καὶ φωνάζων μετὰ παρρησίας· «Ἐγὼ πρὸ ὀφθαλμῶν μου ἔχω τὸν θάνατόν μου, ὦ δικαστά, καὶ δὲν ὑπάρχει τρόπος ποὺ θὰ μὲ πείσῃ νὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὴν Πίστιν μου». Ταῦτα ἀκούσας ὁ δικαστὴς προστάσσει διὰ τρίτην φορὰν νὰ δείρωσι τὸν Μάρτυρα μὲ μεγάλην σκληρότητα. Ἔπειτα πάλιν τὸν ἠρώτα καὶ τὸν παρεκίνει μὲ ὅσους τρόπους καὶ μηχανὰς ἠδύνατο, διὰ νὰ τὸν τουρκεύσῃ. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς πολὺ περισσότερον ἔλεγε, μὲ σταθερὰν φωνήν· «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὸν Χριστόν μου εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατον». Βλέπων τέλος ὁ θηριογνώμων τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, προστάσσει καὶ διὰ τετάρτην φορὰν νὰ τὸν δείρουν σκληρότατα εἰς τὰ πλευρά. Ἔπειτα τὸν ἔστρεψαν πάλιν καὶ τὸν ἔδερον καὶ εἰς τὴν κοιλίαν τόσον ἀπανθρώπως, ὥστε ἀφῆκαν τὸν εὐλογημένον ἡμιθανῆ καὶ ἀκολούθως τὸν ἔρριψαν ὡς νεκρὸν εἰς τὴν φυλακήν.