Ὁ βεζύρης τότε ὑπεσχέθη νὰ πράξῃ κατὰ τὸ θέλημά της, διότι, ὡς εἴπομεν, ἦτο ἐκ γένους εὐγενῶν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπέστειλε τὸν ἔπαρχον καὶ τὸν ἔφεραν λέγει πρὸς αὐτήν· «Τὶ θέλεις νὰ τὸν κάμω;». Ἐκείνη εἶπεν· «Ἂν γίνῃ Τοῦρκος, ἄφησέ τον, ἂν ὅμως δὲν δέχεται, δέσε τον εἰς τὰ σίδηρα». Τότε ὁ βεζύρης, συμφώνως πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς γυναικός, τοῦ εἶπε πρῶτον λόγους κολακευτικοὺς μὲ τρόπον δῆθεν γλυκύν, ἔπειτα δὲ ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἐβασάνισαν σκληρῶς. Ὅταν ὅμως ἐπείσθησαν ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν φέρουν εἰς τὸ θέλημά των, δηλαδὴ νὰ τὸν τουρκεύσουν, τὸν ἐξέδαραν ζῶντα καὶ ἔρριψαν τὸ δέρμα του εἰς τὴν θάλασσαν, αὐτὸν δὲ τὸν μακάριον ἔσφιγξαν εἰς τὰ σίδηρα καὶ οὕτως ἐτελειώθη τὴν κδ’ (24ην) τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς ἐν ἔτει ͵αφξδ’ (1564) ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἔλαβεν ὁ μακάριος τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον, ἀνελθὼν εἰς τὰ οὐράνια.