Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος ΔΟΥΚΑ, ράπτου Μυτιληναίου, μαρτυρήσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει ͵αφξδ’ (1564), ἀποδερματισθέντος ζῶντος καὶ τελειωθέντος.

ΔΟΥΚΑΣ ὁ εὐλογημένος τοῦ Χριστοῦ Νεομάρτυς, ὁ Μυτιληναῖος, ἦτο νέος πολὺ ὡραῖος, σώφρων καὶ ἐχθρὸς τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ράπτης τὴν τέχνην, τὸν ἐκάλουν οἱ ἀγάδες καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ ἔρραπτε τὰ ἐνδύματά των. Ὡς ἐκ τούτου εἰσήρχετο συχνάκις εἰς τὰς οἰκίας τῶν Ἀγαρηνῶν. Βλέπουσα δὲ τοῦτον μεγάλη τις κυρία καταγομένη ἐκ γένους εὐγενοῦς ἀξιωματούχων, ἠράσθη τούτου. Καὶ πρῶτον μὲν ἤρχισε νὰ τοῦ προσφέρῃ διάφορα δῶρα, μετέπειτα δὲ τοῦ ἔλεγε λόγους δαιμονικοὺς καὶ ἐρωτικούς. Ὁ δὲ κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα καθαρὸς Δούκας, ἀκούων τοὺς ἀσέμνους ἐκείνους λόγους ἐξεπλήσσετο, διότι δὲν ἤλπιζε ποτὲ ἀπὸ τοιαύτην κυρίαν νὰ ἀκούσῃ τοιούτους λόγους. Ἔκαμε λοιπὸν τὸν σταυρόν του, ἔφυγεν ἐκεῖθεν καὶ πλέον δὲν ἐπέστρεψε, μιμούμενος τὸν πάγκαλον Ἰωσήφ. Ἐκείνη ὅμως ἡ μιαρά, ἰδοῦσα ὅτι δὲν ἤρχετο πλέον εἰς τὸν οἶκον των, ἔστελλε μηνύματα καὶ τὸν ἐκαλοῦσεν. Ἀλλ’ ὁ μακάριος Δούκας οὐδεμίαν ἀπόκρισιν ἔδιδε. Τότε αὕτη μετέβη μόνη εἰς τὸ ἐργαστήριόν του καὶ τοῦ λέγει· «Ὦ νεανία, ἄκουσόν μου καὶ ἔρχου εἰς τὸν οἶκόν μου ὡς πρότερον καὶ μὴ φοβεῖσαι κανένα. Ὁ σύζυγός μου εἶναι εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἴσως νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ καθόλου. Ἂν λοιπὸν θέλῃς νὰ ἀρνηθῇς τὴν Πίστιν σου, θὰ σὲ κάμω σύζυγόν μου· ἂν δὲ ἔλθῃ ὁ σύζυγός μου, θὰ σὲ ἔχω πρῶτον τοῦ οἴκου μου. Ἀλλὰ καὶ Τοῦρκος ἂν δὲν θέλῃς νὰ γίνῃς, ἂς εἶσαι καὶ Χριστιανός· μόνον ἔρχου καθὼς σοῦ λέγω». Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα τοῦ εἶπεν ἡ νέα Αἰγυπτία. Κατόπιν δὲ προσέθεσεν· «Ἐὰν δὲν κάμῃς ὡς σοῦ λέγω, γνώριζε ὅτι θὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου». Οὕτω δὲ εἰποῦσα ἀνεχώρησεν.

Ὁ δὲ εὐλογημένος Δούκας, ἔχων τὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐντὸς τῆς καρδίας του, εἰς οὐδὲν ὑπελόγισε τὰς κολακείας καὶ τὰς ἀπειλὰς τῆς μαινάδος, οὔτε καὶ μετέβη πλέον εἰς τὸν οἶκον της. Ἐκείνη δὲ πάλιν ἔστειλε καὶ τὸν ἐκάλεσεν, ἀφοῦ δὲ ἐπείσθη ὅτι δὲν ὑπακούει εἰς τὸ θέλημά της, ἐθυμώθη πολὺ καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώσῃ διὰ νὰ μὴ τὸν βλέπῃ νὰ ἐλέγχῃ τὴν ἀκολασίαν της. Μετέβη λοιπὸν ἡ κατηραμένη εἰς τὸν βεζύρην, εἰς τὸν ὁποῖον κατήγγειλε τὴν ὑπόθεσιν ἀντιστρόφως, εἰποῦσα· «Ἔχω ράπτην τινά, ὅστις ράπτει τὰ ἐνδύματα τοῦ οἴκου μου. Τὸν ἐκάλεσα λοιπὸν νὰ ἔλθῃ νὰ τοῦ δώσω νὰ ράψῃ μερικὰ φορέματα. Αὐτὸς δὲ ἐλθὼν μοῦ εἶπε λόγους ἀσέμνους, τοὺς ὁποίους ἐντρέπομαι νὰ εἰπῶ· διὰ τοῦτο τὸν ἔδειρα καὶ ἔφυγε, τώρα δὲ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἐργαστήριόν του· θέλω λοιπὸν νὰ τὸν θανατώσῃς».