Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗΣ ἐν λέβητι μεστῷ πίσσης βληθείσης καὶ τελειωθείσης.

ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗ ἡ ἁγία Μάρτυς ἤκμασεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει τδ’ (304) δούλη οὖσα ἀκολάστου τινος καὶ ἀσελγοῦς αὐθέντου, ἦτο δὲ πολὺ ὡραία κατὰ τὴν μορφήν. Πολλάκις δὲ βιάσας ὁ κύριός της πρὸς πρᾶξιν αἰσχρὰν καὶ μὴ δυνηθεὶς νὰ καταπείσῃ αὐτὴν εἰς τὸ κακόν του θέλημα, ὀργισθεὶς παρέδωκεν αὐτὴν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας εἰπών: Ἡ νέα αὕτη δούλη μου, καὶ ἐπειδὴ δὲν πείθεται νὰ ὑποκύψῃ εἰς τὰς ἐπιθυμίας μου, παραδίδω εἰς χεῖράς σου, ἵνα κατορθώσῃς ὥστε μὲ κολακείας ἢ καὶ μὲ ἀπειλὰς νὰ κλίνῃ εἰς τὸ θέλημά μου. Καὶ ἐὰν μοὶ κάμῃς ταύτην τὴν χάριν, θέλω σὲ ἀνταμείψει καθὼς πρέπει. Ἐὰν ὅμως δὲν πεισθῇ, παίδευσον ὡς χριστιανὴν καὶ φόνευσον διὰ πικροῦ θανάτου.

Παραλαβὼν, λοιπὸν ὁ ἄρχων τὴν Ἁγίαν ἐβασάνισεν αὐτὴν διὰ βασάνων, χωρὶς ὅμως νὰ δυνηθῇ νὰ καταπείσῃ ταύτην νὰ ὑποκύψῃ εἰς τὴν ἐλεεινὴν ἐπιθυμίαν τοῦ αὐθέντου της. Ὅθεν ὁ ἄρχων ἀπεφάσισε νὰ ρίψῃ τὴν Ἁγίαν ἐντὸς λέβητος πλήρους πίσσης βεβρασμένης. Ἡ δὲ Ἁγία ὥρκισε τὸν ἄρχοντα εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως του, νὰ μὴ ρίψῃ ἀποτόμως καὶ διὰ μιᾶς ἐντὸς τοῦ λέβητος, ἀλλὰ διὰ μέσου ἑνὸς μαγγάνου νὰ καταβιβάσῃ ταύτην ἐν αὐτῷ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, εἰποῦσα: Τοῦτο σὲ ὁρκίζω νὰ κάμῃς, ὅπως γνωρίσῃς πόσην ὑπομονὴν θέλει μοὶ χαρίσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον σὺ δὲν γνωρίζεις. Ὁ δὲ ἄρχων, λόγῳ τοῦ ὅρκου, προσέταξε νὰ καταβιβάσωσι τὴν Ἁγίαν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐντὸς τοῦ λέβητος καὶ εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν. Ὅθεν ἡ Ἁγία κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο καταβιβαζομένη ἐντὸς τοῦ λέβητος προσηύχετο τῷ Θεῷ παραμένουσα ζωντανὴ καὶ καιομένη ὑπὸ τῆς πίσσης, ἕως οὗ ἐκαλύφθη ἡ κεφαλή της ἐν αὐτῇ. Ἅπαντες λοιπὸν οἱ παρεστῶτες ἐθαύμασαν τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπομονὴν τῆς κόρης. Διὰ τοιούτου λοιπὸν τρόπου τελειώσασα ἡ ἀοίδιμος τὸ μαρτύριον αὐτῆς, ἀπῆλθε νικηφόρος εἰς τὰ οὐράνια [1].

                                                           

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Ὑποσημειώσεις

[1] Τοῦτο τὸ Συναξάριον ἀναφέρει καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Καππαδοκίας Ἡρακλείδης ἐν τῷ Λαυσαϊκῷ, ὀλίγον ὅμως παρηλλαγμένον, γράφων ὅτι· «Ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος ὁ ξενοδόχος, συναντήσας τὸν μέγαν Ἀντώνιον, ἤκουσεν αὐτὸν νὰ διηγῆται περὶ τῆς ἁγίας Ποταμιαίνης ταῦτα· Ὅτι ὁ ἄρχων θέλων νὰ ρίψῃ τὴν Ἁγίαν ἐντὸς τῆς κοχλαζούσης πίσσης, εἶπεν εἰς αὐτήν· ἢ ὕπαγε νὰ πληρώσῃς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου σου, ἢ θὰ ριφθῇς εἰς τὴν πίσσαν. Ἡ δὲ Ἁγίᾳ τῷ ἀπεκρίθη· Ἀδικώτερος σοῦ δικαστὴς δὲν θέλει εὑρεθῇ, ἐπειδὴ μὲ ἐξαναγκάζεις εἰς ἀσέλγειαν. Ὀργισθεὶς δὲ ὁ ἄρχων, προσέταξε νὰ ρίψωσι τὴν Ἁγίαν ἐν τῷ χαλκίνῳ λέβητι ὁλόγυμνον. Τότε ἐφώναξεν ἡ Ἁγία· Ὀμνύω σοι εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως νὰ μὴ θελήσῃς νὰ μὲ ἐκδύσωσιν, ἀλλ’ ἄφες με καὶ ἐγὼ μόνη καταβαίνω, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἵνα γνωρίσῃς πόσην δύναμιν μοὶ ἐχάρισεν ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον σὺ δὲν γνωρίζεις. Οὕτω, ὑπακούσας ὁ τύραννος, ἄφησε ταύτην καὶ κατῆλθεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον μόνη».