ΔΙΟΚΛΗΣ ὁ Ὅσιος πατήρ, ἀφοῦ ἐσπούδασε γραμματικὴν καὶ φιλοσοφίαν, εἰς τοὺς εἰκοσιοκτὼ χρόνους τῆς ἡλικίας του ἄφησεν ὅλα καὶ ἔγινεν ἀναχωρητής, κλείσας ἑαυτὸν εἰς ἓν σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχε ζήσει ἕως τότε, ὅπου τὸν εἶδε ὁ συγγραφεὺς τοῦ Λαυσαϊκοῦ Ἡρακλείδης, ὅστις καὶ γράφει ταῦτα, χρόνους τριάκοντα πέντε. Προσθέτει δὲ ὁ αὐτὸς Ἡρακλείδης τὰ ἑξῆς: Οὗτος ὁ μακάριος μᾶς ἐδίδασκε λέγων· «Ἕνας νοῦς ἐὰν καὶ μόνον ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὸν καλὸν συλλογισμόν, ἤτοι ἀπὸ τὸ νὰ ἐννοῇ πῶς ἔχει νὰ γίνῃ μετὰ θάνατον, ἄρα γε σῴζεται ἢ ἀπόλλυται;». Θέλων δηλαδὴ μὲ τοῦτο νὰ εἴπῃ, ὅτι, ἐάν τις δὲν ἔχῃ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, πίπτει ἐν εὐκολίᾳ εἰς τὰς κακὰς ὀρέξεις. Ἔλεγε δὲ ἀκόμη, ὅτι ἡ κακὴ ὄρεξις κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἄλογον ζῷον, ὁ δὲ θυμὸς τὸν κάμνει δαίμονα. Εἶπα καὶ ἐγὼ (λέγει ὁ Ἡρακλείδης) εἰς τὸν Ὅσιον· «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς νὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τὰ θεῖα νοήματα;». Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Καθὼς συνηθίσῃ ὁ ἄνθρωπος, εἴτε μὲ καλὰ νοήματα εἴτε μὲ κακοὺς συλλογισμούς, ἔτσι καὶ πολιτεύεται».