ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ὁ Νέος οὖτος Ἱερομάρτυς ἦτο ἀπὸ χωρίον τι τῆς ἐπαρχίας Τιρνόβου [1] Γάμπροβον ὀνομαζόμενον· ἀναχωρήσας δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἦλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόναζεν εἰς τὸ Ἱερὸν Μοναστήριον τοῦ Χιλιανταρίου, ἐκεῖ δὲ ἔγινε Διάκονος, Ἱερομόναχος καὶ Προηγούμενος. Ἀποσταλεὶς δὲ ἀπὸ τοὺς Πατέρας τοῦ Μοναστηρίου του εἰς τὴν Βουλγαρίαν, εἰς τὴν χώραν Σφιστόβι, διέτριψεν ἕως τὸν διωρισμένον καιρὸν τοῦ ταξιδίου του· μέλλων δὲ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Μοναστήριόν του καὶ συνάγων ὅ,τι εἶχεν ἐκεῖ, ἐζήτησε καὶ ὀλίγα χρήματα, τὰ ὁποῖα εἶχε δανείσει εἴς τινας Τούρκους· οἱ ὁποῖοι, ἄδικοι ὄντες καὶ κακότροποι, δὲν ἢθελον νὰ τοῦ τὰ δώσουν, ἀλλ’ ἀπεφάσισαν ὄχι μόνον νὰ κατακρατήσουν τὰ δανεικὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ νὰ πάρουν ὅ,τι καὶ ἂν εἶχε συναγμένα εἰς τὸ Μετόχιον.
Καὶ λοιπὸν τί τοὺς ἐσόφισεν ὁ διάβολος καὶ ἔκαμαν; Ἐπῆραν μίαν γυναῖκα Τούρκισσαν, τὴν ἀνεβίβασαν διὰ νυκτὸς με σκάλαν ἐπάνω εἰς τὸ Μετόχιον, τὴν ἄφησαν ἐντὸς αὐτοῦ, ἔπειτα ἔθραυσαν τὴν θύραν τοῦ Μετοχίου, καὶ εἰσελθόντες εἰς αὐτό, εὗρον τὴν Τούρκισσαν, τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἔβαλον. Ἁρπάσαντες τότε παρευθὺς τὸν Ἅγιον τὸν ἔδεσαν, καὶ ἀφοῦ ἀφῄρεσαν ὅσα πράγματα εἶχε τὸ Μετόχιον, δέροντες αὐτὸν καὶ λακτίζοντες τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν κριτήν, φωνάζοντες καὶ μαρτυροῦντες κατ’ αὐτοῦ, ὅτι ἐτόλμησε νὰ ἔχῃ γυναῖκα Τούρκισσαν καὶ νὰ ἁμαρτάνῃ μὲ αὐτήν. Ὁ κριτὴς ἐγνώρισεν ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο συκοφαντία, καὶ ἐζήτει νὰ τὸν λυτρώσῃ. Ἀλλ’ οἱ ψευδομάρτυρες καὶ ὅλοι οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι τὸ ἤκουσαν, ἀντετίθεντο καὶ ἐφώναζον ὅτι εἶναι ἄξιος θανάτου. Ὅθεν ὑπερίσχυσαν καὶ λαμβάνοντες αὐτὸν ἐπῆγαν νὰ τὸν κρεμάσουν.
Καθ’ ὁδὸν ἠρώτησαν οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸν Ἅγιον ἐκ τρίτου, ἂν ἤθελε νὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς Τοῦρκος, διὰ νὰ γλυτώσῃ τὴν ζωήν του καὶ νὰ τοῦ χαρίσουν ὅλα ὅσα τοῦ ἐπῆραν καὶ νὰ τοῦ δώσουν καὶ ἄλλα περισσότερα. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ εἰς τὴν Χριστιανικὴν πίστιν ἐγεννήθην, εἰς αὐτὴν πάλιν θέλω νὰ ἀποθάνω. Ὑπάγετέ με λοιπὸν ἐκεῖ ὅπου θέλετε». Οὕτως ὡδήγησαν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἔδεσαν ὄπισθεν τὰς χεῖρας· ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς ἐζήτησεν ἄδειαν, διὰ νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν του ὡς Χριστιανός, ἐκεῖνοι δὲ τὸν ἔλυσαν καὶ τὸν ἄφησαν νὰ προσευχηθῇ. Οὕτω σταθεὶς ὁ Μάρτυς κατὰ ἀνατολὰς προσηυχήθη, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὸν σταυρόν του εἶπεν εἰς τοὺς φονεῖς καὶ τὸν ἔδεσαν πάλιν. Αὐτοὶ δε τον ἐκρέμασαν, καὶ ἔλαβεν οὕτω ὁ ἀοίδιμος τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον. Ἡ δὲ θεία δίκη ἐτιμώρησε τοὺς ἀδίκους ἐκείνους φονεῖς, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου, διότι διερχόμενοι αὐτοὶ ἀπὸ τὸν ποταμὸν Δούναβιν ἐπνίγησαν εἰς τὰ ὕδατα καὶ ἔλαβον εἰς τιμωρίαν των τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἧς ρυσθείημεν καὶ ἡμεῖς καὶ ἀξιωθείημεν τῆς οὐρανίου Βασιλείας διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἱερομάρτυρος Δαμασκηνοῦ. Ἀμήν.
Ὑποσημειώσεις
[1] Βλέπε περὶ τούτου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελίδος 293.