ΓΑΒΡΙΗΛ ὁ μακάριος ἦτο Ἀρχιερεὺς Γάνου καὶ Χώρας κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παρθένιος ἀπῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίους σκηνὰς μὲ μαρτυρικὸν θάνατον [1], εὑρισκόμενος δὲ τότε εἰς τὴν βασιλεύουσαν ἐπέβη εἰς τὸν θρόνον τὸν Πατριαρχικόν [2]· μετ’ ὀλίγον ὅμως ἐπειδὴ ἦτο ἄπειρος γραμμάτων, λαβὼν προεδρικῶς τὴν Προῦσαν, ἐπῆγεν ἐκεῖ καὶ ἡσύχαζεν εἰς τὰ ἴδια.
Μετὰ παρέλευσιν ὅμως δύο ἐτῶν, ἐπειδὴ ἐβάπτισεν Ἑβραῖον τινά, ὅστις ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστόν, οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι Ἑβραῖοι, ὡς χριστιανομάχοι, ἐπῆγαν εἰς τὸν βεζύρην, εὑρισκόμενον τότε μὲ τὸν βασιλέα εἰς τὴν Προῦσαν, καὶ κατηγόρησαν ψευδῶς τὸν Ἀρχιερέα, ὅτι ἐβάπτισε Τοῦρκον. Ὁ δὲ βεζύρης, παραστήσας ἔμπροσθέν του τὸν Ἅγιον, τοῦ λέγει μὲ μεγάλον θυμόν· «Ἐπειδὴ ἐτόλμησες νὰ βαπτίσῃς Τοῦρκον εἶσαι ἄξιος θανάτου καὶ πρέπει νὰ κρεμασθῇς, ἐκτὸς ἐὰν θέλῃς νὰ τουρκεύσῃς καὶ οὕτω νὰ σοῦ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν καὶ νὰ σὲ ἀξιώσωμεν μεγάλης τιμῆς καὶ δόξης καὶ νὰ γίνῃς μέγας καὶ πολὺς εἰς ὅλον τὸ βασίλειον».
Ταῦτα ἀκούσας ἀνελπίστως ὁ ἀοίδιμος, χωρὶς νὰ δειλιάσῃ παντελῶς, ἀπεκρίθη λέγων· «Ἐγὼ μὲν δὲν ἐβάπτισα Τοῦρκον καὶ ψευδῶς μὲ κατηγοροῦν οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ τὴν κακίαν των, εἶναι δὲ φανερὸν τοῖς πᾶσι καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι τὸ γνωρίζετε πολὺ καλά, ὅτι αὐτὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, ἀπὸ τῶν παλαιοτάτων χρόνων μᾶς κατατρέχουν καὶ καθὼς ἐθανάτωσαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τοιουτοτρόπως, ἂν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν των, θὰ ἐθανάτωναν καὶ ὅλους ἡμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ὅθεν ἀδίκως πάσχω· τὸ δὲ νὰ ἀφήσω τὴν πίστιν μου καὶ νὰ γίνω Τοῦρκος διὰ νὰ λυτρώσω τὴν ζωήν, κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν θέλω κάμει ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἀλλ’ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀποθάνω, ὄχι μίαν φοράν, ἀλλ’ ἑκατόν, ἂν εἶναι δυνατόν, διὰ τὸ Ὄνομά Του τὸ ἅγιον».
Τότε ὁ βεζύρης προσέταξε νὰ τὸν φυλακίσωσι καὶ νὰ τὸν βασανίσωσι μὲ διάφορα κολαστήρια, ἕως ὅτου τὸν κάμουν καὶ βιαίως νὰ δεχθῇ τὴν θρησκείαν των· ἀλλ’ ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης ἔμεινεν ἀκατάπειστος καὶ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καίτοι οἱ ἀνηλεεῖς ἐκεῖνοι καὶ ὠμοὶ τύραννοι τὸν ἐπαίδευον μὲ πολλὰ καὶ πάνδεινα μαρτύρια, τὰ ὁποῖα ὑπέφερεν ὁ εὐλογημένος μὲ χαρὰν μεγάλην τῆς ψυχῆς του, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ παρακαλῶν νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ νὰ ὑπομείνῃ καὶ ἄλλα περισσότερα δι’ ἀγάπην του. Βλέποντες λοιπὸν ἐκεῖνοι τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, τὸ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν βεζύρην καὶ οὕτω διέταξεν ἐκεῖνος νὰ τὸν κρεμάσωσιν. Ὅθεν παραλαβὼν τὸν Ἅγιον ὁ δήμιος, τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης χαίροντα καὶ ἐκεῖ τὸν ἐκρέμασε, οὕτω δὲ ἔλαβεν ὁ τρισμακάριος τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. ᾯ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ὑποσημειώσεις
[1] Περὶ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Παρθενίου βλέπε εἰς τὴν κδʹ (24ην) Μαρτίου, ἐν τόμῳ Γʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
[2] «Ἐπέβη εἰς τὸν θρόνον τὸν Πατριαρχικὸν» λέγει ἐνταῦθα ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος Συναξαρίου, ἄνευ ἄλλης τινὸς ἐξηγήσεως διὰ νὰ ἀποφύγῃ δυσμενὲς σχόλιον εἰς βάρος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος. Τὸ «ἐπέβη» ὅμως εἶναι ἀρκετὸν διὰ τοὺς γνωρίζοντας νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν ὑπόθεσιν. Ὅπως ὅμως καὶ ἂν ἔχῃ τὸ γενόμενον, τὸ μετέπειτα Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου αἵρει πᾶν προγενέστερον παράπτωμα. Ἔχει δὲ ἡ ὑπόθεσις ὡς ἑξῆς: Μετὰ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Παρθενίου τοῦ Γʹ ἐγκατεστάθη ὡς Πατριάρχης διὰ τῆς Τουρκικῆς κοσμικῆς ἐξουσίας καὶ ἄνευ κανονικῆς ἐκλογῆς καὶ ψήφου τῶν Ἀρχιερέων οὗτος ὁ Γαβριὴλ Βʹ (1657). Μετὰ πατριαρχείαν ὅμως δώδεκα ἡμερῶν ὑπερίσχυσαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἐπέτυχον τὴν ἔξωσιν ἐκ τοῦ Θρόνου τοῦ Γαβριὴλ Βʹ τὸν ὁποῖον ἐξέλεξαν «Πρόεδρον Προύσης», κατὰ τὸ ἡμέτερον «Πρόεδρος Ἀττικῆς» ἐξέλεξαν δὲ Πατριάρχην τὸν ἀπὸ Προύσης Παρθένιον Δʹ. Ὁ ἀοίδιμος Γαβριὴλ Βʹ καὶ ἂν ἔσφαλεν ἀποδεχθεὶς τὴν ἐνίσχυσιν τῆς κρατικῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸν θρόνον, ἀπέπλυνεν ὅμως πολλαπλασίως τὸ παράπτωμα αὐτὸ διὰ τοῦ ἰδίου του αἵματος, ἐμμείνας σταθερὸς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν μέχρι θανάτου.