ΓΑΒΡΙΗΛ ὁ ἀγγελώνυμος οὗτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Σερβίας, εὑρισκόμενός ποτε εἰς μεγάλην στενοχωρίαν, ὡς μὴ δυνάμενος νὰ οἰκονομήσῃ τὸ χρέος τῆς ἐπαρχίας του, ἐπῆγεν εἰς τὴν Βλαχίαν, καὶ ἐκεῖθεν εἰς Μοσχοβίαν χάριν ἐλέους, ἤτοι διὰ νὰ λάβῃ βοήθειάν τινα ἱκανὴν νὰ κυβερνήσῃ τὰ τῆς ἐπαρχίας του. Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον ἔλειπεν ὁ Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του, Μάξιμός τις εὑρὼν εὐκαιρίαν, ἥρπασε δυναστικῶς τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνον του καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ Γαβριὴλ εὗρε τὸν Μάξιμον εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Ὅθεν ἐζήτει νὰ τὸν ἐξώσῃ καὶ νὰ ἐπαναλάβῃ τὸν θρόνον του. Ἀλλ’ ὁ Μάξιμος, προσθέτων ἀνομίαν ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ, ἐπῆγεν εἰς τὸν βεζύρην, ὅστις ἦτο τότε μετὰ τοῦ βασιλέως εἰς Προῦσαν, καὶ κατηγόρησε ψευδῶς τὸν εὐλογημένον Γαβριήλ, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν βασιλείαν των. Ἀκούσας ταῦτα ὁ βεζύρης, ἔστειλε παρευθὺς καὶ ἔφερεν ἔμπροσθέν του τὸν Γαβριήλ, ἐξετάσας δὲ αὐτὸν μὲ μεγάλην ἀκρίβειαν καὶ μαθὼν ὅσα ἠκολούθησαν μεταξὺ τῶν δύο, ἠννόησε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· παρ’ ὅλα ταῦτα ὅμως λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Ἐπειδὴ κατηγορήθης ὅτι εἶσαι ἐπίβουλος τῆς βασιλείας, πρέπει κατὰ τοὺς νόμους νὰ θανατωθῇς. Ἂν ὅμως ἀφήσῃς τὴν πίστιν σου, καὶ ἔλθῃς εἰς τὴν ἰδικήν μας, θέλω σοῦ χαρίσει τὴν ζωήν, καὶ θέλω σοῦ δώσει τὸ πρῶτον ἀξίωμα τῆς βασιλείας μας, νὰ διέλθῃς ζωὴν χαριεστάτην, εὐδαίμωνα καὶ δεδοξασμένην».
Ταῦτα ἀκούσας παρ’ ἐλπίδα ὁ μακάριος Γαβριήλ, ἀπεκρίθη μὲ μεγάλην εὐτολμίαν· «Ἐγὼ εἶμαι τελείως ἀμέτοχος ἀπὸ τὴν κατηγορίαν ταύτην καὶ τοῦτο πᾶς τις τὸ ἀντιλαμβάνεται, ὁ δὲ κατήγορός μου ζητεῖ μὲ κάθε τρόπον νὰ μὲ ἐκβάλῃ ἀπὸ τὸ μέσον, διὰ νὰ πάρῃ τὴν ἐπαρχίαν μου· ὅθεν ἀδίκως ἀποθνῄσκω· τὸ δὲ νὰ ἀφήσω τὴν πίστιν μου, καὶ νὰ ἔλθω εἰς τὴν ἰδικήν σας, διὰ νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὸν θάνατον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ δεχθῶ ποτέ, ἐν ὅσῳ εἶμαι μὲ τὰς φρένας μου, εἶμαι δὲ ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ μου, μύρια βάσανα, καὶ νὰ ἀποθάνω διὰ τὴν ἀγάπην του, ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ ἑκατόν, ἂν εἶναι δυνατόν τὰ δὲ ἀξιώματα καὶ τὰ ψευδῆ ταῦτα ἐπίκηρα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μοῦ ὑπόσχεσαι, ἂς εἶναι διὰ σᾶς».
Τότε παραλαβόντες τὸν Ἅγιον οἱ βασανισταὶ ἤρχισαν νὰ τὸν παιδεύουν μὲ πολλὰ καὶ διάφορα βάσανα, διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ μεταβάλῃ γνώμην καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστόν. Ἀλλ’ ὁ γενναῖος Ἀθλητὴς τὰ ἐδέχετο ὅλα μὲ μεγάλην καρτεροψυχίαν, καὶ εἶχε μεγάλην χαρὰν ὅτι ἠξιώθη νὰ πάθῃ διὰ τὸν Χριστόν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε δι’ αὐτόν. Τέλος ἰδόντες οἱ ἀσεβεῖς τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, τὸν ἐπῆγαν εἰς τὸν διωρισμένον τόπον, ἔνθα τὸν ἐκρέμασαν καὶ οὕτω παρέδωκε τὴν ἁγίαν καὶ τρισολβίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ. ᾯ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.