Τῇ ΙΓ’ (13ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ καὶ ΟΡΕΣΤΟΥ.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν ὅ τε Ἀγρικόλας καὶ ὁ Λυσίας εἰς τοὺς τόπους αὐτῶν, παρευθὺς πᾶσα ἡλικία τῶν ἀνθρώπων, νέοι καὶ γέροντες, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες ἀνηλεῶς καὶ ἀσπλάγχνως κατεκόπτοντο. Δὲν ἐκοπίαζον δὲ διὰ νὰ ἀνεύρουν πρόφασίν τινα, ἀλλὰ καὶ μόνον ἂν ἤθελον διαβάλει τινά, ὅτι ἦτο Χριστιανός, χωρὶς ἄλλην ἐξέτασιν τὸν ἐθανάτωνον. Ἐζητοῦντο λοιπὸν καὶ ἀνηρευνῶντο καθ’ ἑκάστην πλῆθος Χριστιανῶν ἀναρίθμητον καὶ παρεδίδοντο εἰς τὰ αἱμοβόρα θηρία εἰς ἀπώλειαν. Καὶ ὁ μὲν Λυσίας ὅσους Χριστιανοὺς εὕρισκεν ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας εἰς τὴν χώραν τῶν Σαταλέων [2], πρῶτον τοὺς ἐβασάνιζε μὲ διάφορα βασανιστήρια, ἔπειτα τοὺς ἔστελλε δεδεμένους μὲ μεγάλην συνοδείαν εἰς τὸν Ἀγρικόλαν εἰς τὴν Σεβάστειαν· ὁ δὲ Ἀγρικόλας πάλιν ἔστελλε τοὺς Σεβαστειανοὺς εἰς τὴν χώραν τῶν Σαταλέων εἰς τὸν Λυσίαν. Τοῦτο δὲ ἐποίουν οἱ πανοῦργοι, γνωρίζοντες, ὅτι ἦτο καὶ αὐτὴ μεγάλη κόλασις διὰ τοὺς Ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ τὸ νὰ θανατῶνται δηλαδὴ εἰς ξένην γῆν καὶ νὰ μὴ μένωσιν εἰς τὴν ἰδικήν των χώραν νὰ τοὺς ἐπιμεληθοῦν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι των, οὔτε νὰ ἀξιωθῶσι ταφῆς τὰ σώματα αὐτῶν, ἀλλ’ οὔτε καὶ νὰ ὠφελήσουν τοὺς γνωστούς των μὲ τὴν ἰδικήν των θυσίαν.

Τότε λοιπὸν ὅτε ἐγίνετο ἡ τοσαύτη αἱματοχυσία, ἦτο εἰς τὴν πόλιν τῶν Ἀραβράκων καὶ ὁ μακάριος Εὐστράτιος, ὅστις ἦτο θεοσεβὴς καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος καὶ εἰς πάσας τὰς θείας ἐντολὰς ἀνεπιλήπτως πολιτευόμενος. Ἦτο δὲ οὗτος Σκρινιάριος [3] τῆς δουκικῆς τάξεως καὶ ὥριζεν ὅλους τοὺς Νοταρίους (γραμματεῖς), οἵτινες ἔγραφον τὰς αὐθεντικὰς ὑποθέσεις καὶ διαδικασίας. Βλέπων δὲ ὁ μακάριος τὰ γενόμενα, ἐπικραίνετο καὶ καθ’ ἑκάστην ἐδέετο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μὲ νηστείας καὶ δάκρυα νὰ ἐλεήσῃ τοὺς δούλους του, νὰ τοὺς λυτρώσῃ τῶν λυπηρῶν. Ἐπεθύμει δὲ καὶ αὐτὸς νὰ ἀγωνισθῇ μὲ τοὺς Ἁγίους ὁμοῦ καὶ νὰ ἀξιωθῇ τοῦ Μαρτυρίου, ἀλλ’ ἐφοβεῖτο τἠν πολλὴν ὠμότητα καὶ τὰς ἀμετρήτους μηχανὰς τῶν τιμωριῶν καὶ κολάσεων· ὅμως ἐσκέφθη κατὰ νοῦν νὰ κάμῃ μίαν δοκιμήν, ἐὰν ἦτο θέλημα τοῦ Κυρίου νὰ μαρτυρήσῃ, ἥτοι ἐξέβαλε τὴν ζώνην του καὶ τὴν ἔδωκεν εἰς ἕνα δοῦλόν του, εἰπὼν πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε εἰς τὴν δεῖνα Ἐκκλησίαν, βάλε τὴν ζώνην αὐτὴν εἰς τὸ θυσιαστήριον, ἔπειτα κρύψου εἰς ἓν μέρος τοῦ Ναοῦ καὶ πρόσεχε· ἐὰν ἴδῃς τὸν ἐνάρετον καὶ εὐλαβῆ δοῦλον τοῦ Θεοῦ Αὐξέντιον τὸν Πρεσβύτερον νὰ τὴν πάρῃ, μὴ ὁμιλήσῃς τίποτε· ἐὰν δὲ τύχῃ ἄλλος, μὴ τὴν ἀφήσῃς, ἀλλὰ πάλιν νὰ μοῦ τὴν φέρῃς». Ταῦτα δὲ εἶπε, κρίνων εἰς τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ὅτι ἂν λάβῃ τὴν ζώνην ὁ Ἱερεύς, εἶναι οἰκονομία θεϊκὴ νὰ παρρησιασθῇ νὰ λάβῃ τὸ Μαρτύριον τὸ ὁποῖον ἐπόθει· ἐὰν δὲ δὲν γίνῃ τοῦτο, νὰ μείνῃ ἀκόμη εἰς τὴν ὑπόκρισιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Λιμιτανέοι ἐκαλοῦντο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καὶ κατόπιν ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν οἱ φρουροὶ τῶν συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας, οἱ σήμερον παρ’ ἡμῖν καλούμενοι Ἀκρῖται. Προέρχεται δὲ ἡ λέξις ἐκ τοῦ λατινικοῦ Limitaneus.

[2] Τὰ Σάταλα ἦτο πόλις τῆς Ἀρμενίας καὶ ἕδρα στρατιωτικῆς διοικήσεως.

[3] Σκρινιάριος ἐλέγετο παρὰ Ρωμαίοις ὁ χαρτοφύλαξ.

[4] Σημειοῦμεν ἐνταῦθα, ὅτι τὸ νὰ ζητῇ τις νὰ γνωρίσῃ τὸ μέλλον διὰ τοιούτων σημείων, δὲν εἶναι οὔτε συμφέρον, οὔτε συγκεχωρημένον εἰς τὸν τυχόντα, διότι ταῦτα εἶναι σπανιώτατα καὶ μόλις ἐνεργηθέντα εἰς ὀλίγους Ἁγίους. Ὅθεν δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ γίνῃ τοῦτο νόμος κοινός, ὥστε νὰ μιμῶνται αὐτὸν οἱ πολλοί, διότι τὸ τοιοῦτον εἶναι σφαλερὸν καὶ ἐπικίνδυνον. Πολλοὶ ὅμοιόν τι ποιήσαντες, ἠπατήθησαν καὶ πιστεύσαντες εἰς τὸ μέλλον, ὡς ὑπὸ Θεοῦ διά τινων σημείων ἀποκαλυφθὲν εἰς αὐτούς, ὑπέστησαν μεγάλα κακὰ καὶ ἔγιναν καταγέλαστοι· διότι δὲν εἶναι πάντα τὰ τοιαῦτα ἀπὸ Θεοῦ, πολλὰ δὲ συμβαίνουν καὶ ἀπὸ τύχης. Ἡμεῖς λοιπόν, εἰς ὅλα μας τὰ ἔργα καὶ τὰ ἐπιχειρήματα πρέπει νὰ ζητῶμεν τοῦτο μόνον· τὸ νὰ γίνῃ εἰς ἡμᾶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· εἰς δὲ τὰ τοιαῦτα σημεῖα νὰ μὴ προσέχωμεν, ἵνα μὴ περιπέσωμεν εἰς πλάνην καὶ φανῶμεν πειράζοντες τὸν Θεόν. Βλέπε καὶ εἰς τὸ κδʹ κεφάλαιον τῆς Γενέσεως στ.14, ἔνθα ἀναφέρεται ὅτι ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ ηὐχήθη εἰς τὸν Θεὸν νὰ τοῦ δείξῃ διά τινων σημείων καὶ συμβόλων τὴν Ρεβέκκαν, τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ λάβῃ γυναῖκα ὁ Ἰσαάκ. Ὁ Θεοδώρητος ὅμως λέγει, ὅτι δὲν προσέφερε συμβολικῶς τὴν εὐχὴν ἐκείνην ὁ δοῦλος, ὥς τινες τῶν ἄγαν ἠλιθίων ὑπέλαβον καὶ ὅτι δὲν ἦσαν αὐτὰ συμβολικά, ἀλλὰ δηλωτικὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας. Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Προκόπιος καὶ ὁ Ἄδηλος ἑρμηνεύουσιν, ὅτι δὲν ὡμίλει συμβολικῶς ὁ ἱκέτης, ἀλλὰ πιστεύσας εἰς τὸν Θεὸν ὡς πιστὸς προσηυχήθη. Μὲ τὴν ἑρμηνείαν δὲ αὐτὴν φανερώνουσιν οὗτοι, ὅτι συμβολικῶς δὲν πρέπει νὰ εὐχώμεθα, ἀλλ’ ἁπλῶς, ἐπειδὴ ἄλλο εἶναι ἁπλῶς εὐχὴ καὶ ἄλλο συμβολικὴ εὐχή, διότι διὰ μὲν τῆς ἁπλῆς εὐχῆς ζητεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸν κάποιο ἀγαθόν, διὰ δὲ τῆς συμβολικῆς εὐχῆς ζητεῖ νὰ τοῦ δείξῃ ὁ Θεὸς διὰ συμβολικῶν σημείων ἂν πρέπῃ νὰ κάμῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο καὶ τοιουτοτρόπως περιπίπτει εἰς πλάνην, ἐξομοιούμενος μὲ τοὺς οἰωνοσκόπους.

[5] Τὴν εὐχὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαρδαρίου παρελάβομεν νὰ λέγωμεν κατὰ τὰς καθημερινὰς Ἀκολουθίας τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τῶν Ὡρῶν κ.λ.π.

[vi]) Ἐκ τούτου δείκνυται, ὅτι οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ συνείθιζον νὰ φέρωσιν ἐπάνω των τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, κατεσκευασμένον ἐκ ξύλου ἢ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου ἢ ἄλλου τινὸς μετάλλου, πρὸς διαφύλαξίν των ἀπὸ παντὸς κινδύνου. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Ἐπίσκοπος Ταυρομενίας (βλ. θʹ (9ῃ) Ἰουλίου, ἐν τόμῳ Ζʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας») ἀφ’ οὗ ἐβάπτιζε τοὺς Χριστιανούς ἔδιδεν εἰς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν καὶ ἀπὸ ἕνα Σταυρὸν ἐκ κέδρου νὰ τὸν βαστάζῃ ἐπάνω του. Καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος Σταυρὸν ἐκράτει πρὸς ἀποτροπὴν παντὸς ἐναντίου· ὅθεν καὶ ἔλεγε πρὸς τὸν διάβολον ἡρωελεγείως·

 

Φεῦγ’ ἀπ’ ἐμῆς κραδίης, δολομήχανε, φεῦγε τάχιστα.

Φεῦγ’ ἀπ’ ἐμῶν μελέων, φεῦγ’ ἀπ’ ἐμοῦ βιότου.

Μή σε βάλω σταυρῷ, τῷ πᾶν ὑποτρομέει.

Σταυρὸν ἐμοῖς μελέεσσι φέρω, σταυρὸν δὲ πορείῃ,

Σταυρὸν δὲ κραδίῃ. Σταυρὸς ἐμοὶ τὸ κλέος.

 

Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ ἴδιοι δαίμονες ὡμολόγησαν βιαζόμενοι εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Βοστρινόν, τὸν ἔχοντα ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων, ὅτι φοβοῦνται τρία πράγματα τῶν Χριστιανῶν, τὸ Βάπτισμα, τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖον φοροῦσιν εἰς τὸν τράχηλον καὶ τὴν Ἁγίαν Κοινωνίαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὅλοι οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ μιμῶνται τοὺς παλαιοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ φορῶσι καὶ αὐτοὶ Σταυρὸν πρὸς ἔνδειξιν, ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ πρὸς ἀποτροπὴν παντὸς κακοῦ.

[7] Νικόπολις· πόλις τῆς Ἀρμενίας, εἰς ἣν ἐμαρτύρησαν καὶ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα πέντε Μάρτυρες οἱ ἑορταζόμενοι κατὰ τὴν ζʹ (7ην) Νοεμβρίου.

[8] Βλέπε περὶ Σεβαστείας σχετικὴν ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βλασίου, τῇ ιαʹ (11ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου.

[9] Κορώνη, κοινῶς κουρούνα· πτηνὸν τῆς οἰκογενείας τῶν κορακιδῶν· τὸ πλῆρες ἐπιστημονικὸν ὄνομα τούτου εἶναι κόραξ ἡ κορώνη.

[10] Δὲν δύναμαι νὰ σιωπήσω ἐδῶ (λέγει ὁ Ὅσιος Νικόδημος), τὸ χαριέστατον θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἐνήργησαν οὗτοι οἱ Ἅγιοι πέντε Μάρτυρες εἰς ἓν μετόχιον τῆς ἐν Χίῳ Νέας Μονῆς, τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῶν πέντε τούτων Ἁγίων Μαρτύρων, καθὼς τοῦτο διηγεῖται ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Νικόλαος ὁ Μαλαξός, ὁ πρωτοπαπᾶς Ναυπλίου· ὅθεν συντόμως ἀναφέρω τοῦτο ἐδῶ χάριν τῶν φιλοχρίστων. Τὸ μετόχιον αὐτὸ προμηθεύεται καὶ κυβερνᾶται εἰς ὅλα τὰ χρειώδη, ἑπομένως καὶ αὐτῆς τῆς ἐτησίου μνήμης τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τὸ διαληφθὲν Μοναστήριον τῆς Ἁγίας Μονῆς. Συνέβη λοιπὸν νὰ γίνῃ ποτὲ σφοδρότατος χειμὼν κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων, ὥστε ἐκ τῆς πεσούσης ὑπερβολικῆς χιόνος, ὄχι μόνον δὲν ἠδυνήθησαν νὰ καταβῶσιν οἱ Πατέρες τοῦ Μοναστηρίου, διὰ νὰ φέρωσι τὰ χρειαζόμενα εἰς τὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν συνήθειαν, ἀλλ’ οὔτε οἱ πολῖται ἠμπόρεσαν νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐκ τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους. Καὶ εἰς μὲν τὸν Ἑσπερινὸν ἐκκλησιάσθησαν ὀλίγοι τινές, εἰς δὲ τὸν Ὄρθρον μόνος ὁ Ἐφημέριος ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀνάψας τὰς κανδήλας ἔκρουσε τὸ σήμαντρον καὶ ἐποίησεν εὐλογητὸν διὰ νὰ ἀναγνώσῃ τὴν Ἀκολουθίαν.

Τότε πάραυτα βλέπει πέντε ἀνθρώπους εὐπρεπεῖς καὶ εὐτάκτους εἰσελθόντας εὐλαβῶς εἰς τὸν Ναόν, οἱ ὁποῖοι ἐκ μὲν τοῦ ἤθους καὶ τοῦ σχήματος ἐφαίνοντο ὅτι εἶναι ξένοι ἄνθρωποι, ἐκ δὲ τοῦ προσώπου ἐφαίνοντο κατὰ πάντα ὅμοιοι μὲ τοὺς πέντε ἐνδόξους τούτους Μάρτυρας, Εὐστράτιον, Αὐξέντιον, Εὐγένιον, Μαρδάριον καὶ Ὀρέστην, καθὼς φαίνονται ἐζωγραφισμένοι εἰς τὰς ἁγίας εἰκόνας των. Ἀφοῦ δὲ εἰσῆλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, οἱ μὲν δύο ἐστάθησαν εἰς τὸν δεξιὸν χορόν, οἱ δὲ ἄλλοι δύο εἰς τὸν ἀριστερὸν καὶ ὁ πέμπτος, ὁ ὁποῖος ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην, ἐστάθη εἰς τὸ ἀναλογεῖον. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα, αὐτὸς μὲν ἐκανονάρχει καὶ ἀνεγίνωσκε μὲ λαμπρὰν καὶ καθαρὰν φωνήν, οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες, οἱ ἱστάμενοι εἰς τὸν δεξιὸν καὶ ἀριστερὸν χορόν, ὡς εἴπομεν, ἔψαλλον μὲ φωνὴν γλυκυτάτην καὶ λιγυρὰν τὰ ἱερὰ ᾄσματα.

Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ Ἱερεύς, ἔχαιρε μὲν καὶ ἠγάλλετο καθ’ ἑαυτὸν δοξάζων τὸν Θεόν, ὅστις ἔστειλε τοιούτους βοηθοὺς διὰ τὴν τέλεσιν τῆς Ἀκολουθίας, καθ’ ὃν μάλιστα χρόνον δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ οὐδεὶς ἄλλος βοηθός. Ἐξίστατο δὲ καὶ ἐθαύμαζεν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ τὴν ὁμοιότητα τὴν ὁποίαν εἶχον καὶ οἱ πέντε οὗτοι μὲ τοὺς Ἁγίους τῆς εἰκόνος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ τὴν εὐπρέπειαν, τὴν ὀρθότητα καὶ τὴν χάριν τῆς ἀναγνώσεώς των, ὡς καὶ διὰ τὴν γλυκυτάτην μελῳδίαν τῆς φωνῆς των. Ὅθεν εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν ποῖοι νὰ ἦσαν οἱ φαινόμενοι καὶ δὲν ἤξευρε τὶ νὰ πράξῃ, διότι ἐβιάζετο μὲν νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ πρὸ τοῦ Ὄρθρου ποῖοι ἦσαν, βλέπων ὅμως τὴν σεμνοπρέπειαν καὶ προθυμίαν, τὴν ὁποίαν εἶχον εἰς τὴν Ἀκολουθίαν, ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ μετὰ τὸ τέλος.

Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Μαρτυρίου τῶν Ἁγίων, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ ἀνέγνωσεν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην. Καὶ αὐτὸς μὲν μὲ πολλὴν παρρησίαν καὶ λαμπρὰν φωνὴν ἀνεγίνωσκεν, οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες μὲ πολλὴν ἡδονὴν καὶ προσοχὴν μεγάλην ἤκουον τὰ ἀναγινωσκόμενα. Ὅτε δὲ ἔφθασεν ὁ ἀναγινώσκων ἐκεῖ ὅπου λέγει, ὅτι προσέταξεν ὁ Ἀγρικόλας νὰ φερθῇ κλίνη σιδηρᾶ πεπυρωμένη καὶ ἐπ’ αὐτῆς νὰ ἁπλωθῇ ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καὶ ὅτι οὗτος φερόμενος εἰς τὴν κλίνην ἐδειλίασε, δὲν ἀνέγνωσε καθὼς ἦτο γεγραμμένον, ὅτι ἐδειλίασεν, ἀλλ’ ἤλλαξε τὸ ρῆμα καὶ ἀντὶ τοῦ ἐδειλίασεν εἶπεν ἐμειδίασεν.

Τοῦτο ἀκούσας ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, ὕψωσε τὰ βλέμματα του καὶ ἀτενίζων μὲ πολλὴν προσοχὴν τὸν ὅμοιον τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου, λέγει πρὸς αὐτόν· «Διατὶ μεταβάλλεις τὸ ρῆμα καὶ δὲν τὸ λέγεις καθὼς εἶναι γεγραμμένον; Ἀνάγνωσον καὶ πάλιν αὐτὸ ἐκ δευτέρου καθὼς εἶναι». Ὁ δέ, ἀναγνώσας καὶ δεύτερον, πάλιν ἤλλαξε τὸ ρῆμα, ἐντρεπόμενος τρόπον τινὰ νὰ εἴπῃ, ὅτι ἐδειλίασε. Τότε ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος, διότι αὐτὸς ἦτο, εἶπε μὲ μεγαλυτέραν φωνήν· «Ἀνάγνωσον τὸ γεγραμμένον καθὼς τὸ ἔπαθες, διότι δὲν ἐμειδίασας βλέπων τὴν κλίνην, ἀλλ’ ἐδειλίασα». Καὶ ὁμοῦ μὲ τὸν λόγον εὐθὺς καὶ οἱ πέντε ἔγιναν ἄφαντοι. Ὁ δὲ Ἱερεύς, βλέπων τὸ παράδοξον τοῦτο, ἔμεινεν ἄφωνος ἐπὶ ὥραν πολλήν. Συνελθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν, ἐτελείωσε τὴν Ἀκολουθίαν ὡς ἠδυνήθη· μετὰ δὲ τὴν θείαν Λειτουργίαν διηγήθη εἰς τοὺς προσελθόντας ἐν τῷ μεταξὺ Χριστιανοὺς τὴν φανερὰν ὀπτασίαν ταύτην καὶ ἅπαντες ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν θαυμαστοὺς ποιοῦντα τοὺς Ἁγίους, Αὐτοῦ.

[11] Τὴν Εὐχὴν ταύτην τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου παρέλαβεν ἡ Εκκλησία νὰ ἀναγινώσκῃ ἐν τῷ Μεσονυκτικῷ τοῦ Σαββάτου.

[12] Ὑποστηρίζεται ὑπό τινων, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος οὗτος ἦτο ὁ Ἅγιος Βλάσσιος, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐμαρτύρησεν ὕστερον καὶ κατῄσχυνε τὸν Ἀγρικόλαν μὲ διάφορα θαύματα, καθὼς εἰς τὴν διήγησιν τῆς ἀθλήσεως αὐτοῦ φαίνεται. Μαρτυρεῖται δὲ τὸ γεγονὸς τοῦτο καὶ ἔκ τινος εἰκόνος παλαιᾶς ἥτις εὑρέθη, καθὼς λέγει ὁ Βίος του, καὶ εἶχεν ἐζωγραφημένους τοὺς ἄνωθεν Ἁγίους πέντε Μάρτυρας καὶ τὸν Ἅγιον Βλάσιον πλησίον τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου λαμβάνοντα παρ’ αὐτοῦ τὸ γράμμα τῆς διαθήκης αὐτοῦ. Ἐκ τούτου καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ὁ αὐτὸς ἄρχων ἐθανάτωσε καὶ τοὺς πέντε τούτους Ἁγίους Μάρτυρας καὶ τὸν Ἅγιον Βλάσιον, ἐνισχύεται ἡ ἄποψις αὕτη. Ἑορτάζεται δὲ ὁ Ἅγιος Βλάσιος κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ Φεβρουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[13] Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πλησίον τῆς Ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας.